Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Ο όρος «Αραβική Άνοιξη» χρησιμοποιήθηκε δημοσιογραφικά από το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, τον Ιανουάριο του 2011, για να προσδιορίσει τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, οι οποίες είχαν σκοπό την ανατροπή δικτατορικών καθεστώτων και την αντικατάστασή τους με δημοκρατικά εκλελεγμένες κυβερνήσεις. Ο όρος αυτός αποτελεί υπαινιγμό προς την «Άνοιξη των Λαών», σχετικά με τις επαναστάσεις στην Ευρώπη το 1848 και ως δυτικό κατασκεύασμα αποτελεί μία από τις πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιείται αδόκιμα ένας όρος με ευρωπαϊκές ιστορικές παραστάσεις και εμπειρίες. Μέσα από το ίδιο πρίσμα, διάφοροι αναλυτές είδαν τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο ως το ιστορικά ισοδύναμο της κατάρρευσης του κομουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι στην Ανατολική Ευρώπη ήταν καθολικό το αίτημα να υιοθετήσουν οι κοινωνίες τις δημοκρατικές δομές της δυτικής Ευρώπης. Στην Αίγυπτο, παρά το ότι υπήρχε ρεύμα υποστηρικτών της φιλελεύθερης δημοκρατίας ανάμεσα στο κίνημα που ανέτρεψε το Μουμπάρακ, εντούτοις δεν μπόρεσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή με αποτέλεσμα να καπελωθεί από τη τελική δύναμη επιβολής που ήσαν οι ισλαμιστές.
Στην Τυνησία η εξέγερση έφερε τους ισλαμιστές στην εξουσία που συνεχίζουν με σοβαρά προβλήματα. Στη Λιβύη η εξέγερση προκάλεσε διεθνή στρατιωτική επέμβαση που επέφερε χάος και αβεβαιότητα. Στη Συρία, η αδυναμία μίας διεθνούς επέμβασης έδωσε παράταση στην κρίση με τη μορφή εμφυλίου πολέμου, με τους ισλαμιστές-σαλαφιστές να παίζουν τον κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ.
Πέρασαν δυόμισι χρόνια από τότε και οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια μπορεί να ανοίγει το δρόμο προς ανατρεπτικές διαδικασίες, δεν μπορεί όμως να οδηγήσει κατ’ ανάγκη σε δημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης.
Παρά την απομάκρυνση του Μουμπάρακ από την εξουσία το 2011 και παρά τη νίκη των ισλαμιστών στις εκλογές του 2012, ο στρατός δεν έχασε τον επιδιαιτητικό του ρόλο. Απλώς, με την παραίτηση Μουμπάρακ απομακρύνθηκε από τη διαχείριση της εξουσίας. Ο στρατός το 2011 άνοιξε το δρόμο για την άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία, τώρα ανοίγει το δρόμο για την απομάκρυνσή τους και την άνοδο της αντιπολίτευσης.
Στην ουσία η Αίγυπτος δεν έπαυσε να είναι ένα «πραιτοριανό κράτος». Στην πολιτική θεωρία, «πραιτοριανό» είναι το κράτος το οποίο αποτελεί όργανο εξουσίας ενός στρατού που η πραγματική του δύναμη ευρίσκεται πίσω από τους πολιτικούς θεσμούς. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το καθεστώς όπου οι ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες αποτελεί το επίκεντρο του συστήματος υπαγορεύουν τους κανόνες συνοχής και επιβίωσης του κράτους. Στα «πραιτοριανά κράτη» η κοινωνία είναι, εκ των πραγμάτων, διαχωρισμένη από το κράτος, η ύπαρξη του οποίου ανάγεται σε αυτοσκοπό. Τα άτομα και οι θεσμοί που αποτελούν το «πραιτοριανό κράτος» είναι επιφορτισμένα με την αναπαραγωγή του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το «πραιτοριανό κράτος» αποκτά το ρόλο του υπερκράτους. Οι πολιτικοί θεσμοί που εμφανίζονται να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο δημοκρατικών αρχών εκλαμβάνονται από το «πραιτοριανό κράτος» ως υποκείμενοι στο δικό του έλεγχο.
Αυτό το θεωρητικό μοντέλο έλκει την προέλευσή του από την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο. Αρχικά, οι πραιτοριανοί φρουροί (cohors praetoria) συγκροτήθηκαν με σκοπό την προστασία υψηλόβαθμων αξιωματικών. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου, οι πραιτοριανοί φρουροί απέκτησαν το δικαίωμα να εισέρχονται ενόπλως στους ιερούς χώρους του ρωμαϊκού κράτους και με αυτό τον τρόπο έγιναν αυτοκρατορικοί φρουροί. Σταδιακώς, απετέλεσαν μία τάξη με δύναμη και επιρροή στην επιλογή δημοσίων πολιτικών και αυτοκρατόρων καθώς επίσης και στις αποφάσεις της Συγκλήτου. Στο τέλος, έφθασαν να ενισχύουν και να υποστηρίζουν εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υπηρετούσαν περισσότερο τα συμφέροντά τους με αποτέλεσμα να μετασχηματίσουν και να ταυτίσουν το δικό τους συμφέρον με αυτό του κράτους. Αυτός είναι, εν συντομία, ο αρχαϊκός τύπος πραιτοριανής εξουσίας.
Στην Αίγυπτο, ο Μόρσι, πέραν της σκιάς του στρατού είχε να αντιμετωπίσει και άλλους περιορισμούς, όπως η ισχνή μειοψηφία με την οποία κέρδισε τις εκλογές το 2012, η δυσχέρεια της οικονομικής κρίσης και η αδυναμία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να κυβερνήσει, οπότε μοιραία όταν ξέσπασε η νέα κρίση δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί, με αποτέλεσμα ο στρατός να καταστεί εκ νέου ο ρυθμιστής της νέας τάξης.
Ο Χόσνι Μουμπάρακ στα 30 χρόνια που διακυβέρνησε την Αίγυπτο, διαδεχόμενος τον Ανουάρ Σαντάτ, είχε να διαχειριστεί το καταπίστευμα που του άφησε ο προκάτοχός του. Στην ουσία προσπάθησε να συνεχίσει ένα δεσποτικό καθεστώς χωρίς να έχει τις ευκαιρίες που είχαν οι Νάσσερ και Σαντάτ, είτε λόγω της Αραβοϊσραηλινής αντιπαράθεσης είτε λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Το μόνο που έκανε ήταν να συντηρεί στην εξουσία ένα δεσποτικό καθεστώς. Αυτό από μόνο του υπήρξε μια προδιαγεγραμμένη συνταγή για φθορά με ημερομηνία λήξης. Όπερ και εγένετο. Μόνο που η παραίτηση Μουμπάρακ δεν σημαίνει ότι επέφερε και καθεστωτική αλλαγή. Επρόκειτο για ανατροπή προσώπου και όχι δομική αλλαγή. Ο στρατός παρέμεινε στο επίκεντρο του πολιτικού συστήματος. Διάφορα πρόσωπα και ιδεολογικές επιλογές έρχονται και φεύγουν διά μέσου του πολιτικού σκηνικού της Αιγύπτου, η κατανομή όμως του παιγνιδιού εξουσίας παραμένει ένας ρόλος αποκλειστικά για το στρατό.
Συμπερασματικώς, η πολιτική εμπειρία που βίωσε και βιώνει η Αίγυπτος από το 2011 και εντεύθεν δεν είναι ούτε Αραβική Άνοιξη αλλά ούτε Ισλαμικός Χειμώνας. Πρόκειται για μία προσπάθεια του στρατού, μέσω λεπτών ισορροπιών, να αποτρέψει τις λαϊκές εξεγέρσεις να βυθίσουν τη χώρα στο χάος και κατ’ επέκταση το ενδιαφέρον για την ιδεολογία του εκάστοτε κυβερνητικού σχήματος περιπίπτει σε επιλογή ήσσονος σημασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου