«Better the devil we know than demons we can onlyimagine if Syria falls».
Δήλωση που αποδίδεται σε κορυφαίο αξιωματούχο των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών.
Τον Οκτώβριο του 1995, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν τηλεφώνησε στον Αιγύπτιο πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ για να τον ενημερώσει ότι η ειρήνη ήταν στο χέρι του Ισραήλ και της Συρίας. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Ράμπιν ήταν νεκρός, σκοτώθηκε από έναν αντιδραστικό φανατικό Εβραίο Ισραηλινό. Η ειρηνευτική συμφωνία που ανέφερε ο Ράμπιν κατέρρευσε λίγο καιρό μετά. Αλλά, οι ελπίδες του Ισραήλ για μια τελική συμφωνία με το καθεστώς Άσαντ κατάφεραν να επιβιώσουν. Υπήρξαν τέσσερις διαδοχικές προσπάθειες από τους ισραηλινούς πρωθυπουργούς – μια από τον Εχούντ Μπαράκ, μια από τον Εχούντ Ολμέρτ και δύο από τον Βενιαμίν Νετανιάχου – να χτίσουν μια ειρήνη με την Συρία. Αυτή η κοινή ιστορία με το καθεστώς Άσαντ έχει σχέση όταν εξετάζεται η στρατηγική τού Ισραήλ για τον διαρκή εμφύλιο πόλεμο στην Συρία. Ο πιο σημαντικός στρατηγικός στόχος του Ισραήλ σε σχέση με την Συρία ήταν πάντα μια σταθερή ειρήνη και αυτό δεν είναι κάτι που έχει αλλάξει ο σημερινός εμφύλιος πόλεμος. Το Ισραήλ θα παρέμβει στην Συρία, όταν το κρίνει αναγκαίο. Οι πρόσφατες επιθέσεις μαρτυρούν αυτή την αποφασιστικότητα. Αλλά δεν είναι τυχαίο ότι τα χτυπήματα επικεντρώνονται αποκλειστικά στην καταστροφή αποθηκών όπλων και ότι το Ισραήλ δεν έχει δώσει καμία ένδειξη ότι θέλει να παρέμβει περαιτέρω. Η Ιερουσαλήμ, εν τέλει, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ενεργή επίσπευση της πτώσης του Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Το Ισραήλ γνωρίζει ένα σημαντικό πράγμα για την οικογένεια Άσσαντ: τα τελευταία 40 χρόνια, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν κάποια μορφή ηρεμίας κατά μήκος των συνόρων. Τεχνικά, οι δύο χώρες ήταν πάντα σε πόλεμο – η Συρία δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει επίσημα το Ισραήλ – αλλά το Ισραήλ είχε τη δυνατότητα να υπολογίζει στις κυβερνήσεις του Χάφεζ και του Μπασάρ Άσαντ για να επιβάλει την Συμφωνία για τον Διαχωρισμό των Δυνάμεων, του 1974, στην οποία και οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός στα Υψώματα του Γκολάν, στην διαμφισβητούμενη πλεονεκτική στρατηγικά περιοχή κατά μήκος των κοινών συνόρων τους. Πράγματι, ακόμα και όταν οι ισραηλινές και οι συριακές δυνάμεις ήταν ¨εγκλωβισμένες¨ σε σφοδρές μάχες το 1982 κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου, τα σύνορα παρέμειναν ήρεμα.
Το Ισραήλ δεν αισθάνεται τόσο σίγουρο, όμως, για τις πλευρές της τρέχουσας σύγκρουσης και δικαιολογημένα. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι δυνάμεις των ανταρτών, μερικοί από τους οποίους λειτουργούν όλο και περισσότερο υπό την επιρροή της Αλ Κάιντα. Από την άλλη, υπάρχουν οι στρατιωτικές δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης, οι οποίες εξακολουθούν να είναι υπό την διοίκηση του Άσαντ, αλλά εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την Ιρανική Επαναστατική Φρουρά και την Χεζμπολάχ, η οποία επίσης έχει τη βάση της στο Ιράν. Το Ιράν είναι το μόνο ξένο κράτος με στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος της Συρίας και παρ’ όλο που υποστηρίζει τον Άσαντ, πιέζει επίσης την κυβέρνησή του να εξυπηρετεί περισσότερο τους στόχους του Ιράν – συμπεριλαμβανομένου του να επιτραπεί η διέλευση προηγμένων όπλων από την Συρία στον νότιο Λίβανο. Η πρόσφατη επίσκεψη του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών Αλί Σαλεχί στην Δαμασκό, στην διάρκεια της οποίας ανακοίνωσε ότι το Ιράν δεν θα επιτρέψει στον Άσαντ να πέσει ανεξάρτητα από τις συνθήκες, υπογράμμισε περαιτέρω το βάθος της συμμετοχής του Ιράν στις μάχες. Είναι απολύτως κατανοητό, με άλλα λόγια, ότι το καθεστώς μετά τον Άσαντ στην Συρία θα ήταν σαφώς υπέρ της Αλ Κάιντα ή ακόμα και πιο ανοιχτά υπέρ του Ιράν. Οτιδήποτε από τα παραπάνω θα ήταν απαράδεκτο για το Ισραήλ.
Φυσικά, ένας εκτεταμένος εμφύλιος πόλεμος στην Συρία δεν εξυπηρετεί ούτε τα συμφέροντα του Ισραήλ. Το συνεχιζόμενο χάος προσελκύει ισλαμιστές από άλλα σημεία της περιοχής και απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την περιοχή του Ισραήλ, όπως τον Λίβανο, την Ιορδανία και το Ιράκ. Θα μπορούσε, επίσης, να προκαλέσει τον Άσαντ να χάσει τον έλεγχο των αποθεμάτων του από χημικά όπλα ή να αποφασίσει να βασιστεί περισσότερο σε αυτά.
Ακόμα κι αν τα προβλήματα ετούτα έχουν άμεσο αντίκτυπο στο Ισραήλ, η ισραηλινή κυβέρνηση πιστεύει ότι θα πρέπει να ασχοληθεί με αυτά με έναν τρόπο που δεν θα την αναγκάσει να παίξει καθοριστικό ρόλο για την τύχη του Άσαντ. Αντ’ αυτού, θα προτιμούσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Το Ισραήλ δεν θέλει να δελεάσει τον Άσαντ να στοχοποιήσει το απόθεμα των ισραηλινών πυραύλων – ούτε θέλει να αποξενωθεί από την κοινότητα των Αλεβιτών που θα παραμείνει στα σύνορα του Ισραήλ, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου της Συρίας.
Οι πρόσφατες επιθέσεις ήταν μια τέτοια περίπτωση. Το Ισραήλ δεν δίστασε να διατάξει αεροπορικές επιθέσεις όταν είχε πληροφορίες ότι τα όπλα επρόκειτο να διοχετευτούν από την Συρία στην Χεζμπολάχ. Παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ φρόντισε να μην αναλάβει επίσημα την ευθύνη για την συγκεκριμένη επίθεση, ο υπουργός Άμυνας, Μοσέ Γιαλόν, δήλωσε δημοσίως ότι η πολιτική του Ισραήλ συνίσταται στο να εμποδίσει την διέλευση των στρατηγικών όπλων από την Συρία στον Λίβανο. Αλλά, παράλληλα με την ανταλλαγή μηνυμάτων, το Ισραήλ επίσης έκανε και φανερή και συγκαλυμμένη προσπάθεια να ενημερώσει τον Άσαντ ότι η Ιερουσαλήμ ήταν αποφασισμένη να παραμείνει ουδέτερη στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Το γεγονός ότι αυτά τα μηνύματα ελήφθησαν στην Δαμασκό αντικατοπτρίζεται στην σχετικά συγκρατημένη απάντηση από το καθεστώς Άσαντ: ένας κατώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών έκανε μια δημόσια καταγγελία του Ισραήλ – και ακόμη και τότε η συριακή κυβέρνηση έδωσε μόνο μια αόριστη υπόσχεση για αντίποινα, υποσχόμενη να ανταποκριθεί σε χρονική στιγμή και με τρόπο της επιλογής της.
Όσο ωμός κι αν έχει γίνει ο συριακός πόλεμος, το Ισραήλ πιστεύει ότι μια άλλη διεθνής κρίση είναι ακόμη πιο επείγουσα: η συνέχιση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Στην Ιερουσαλήμ πίστευαν από καιρό ότι τα μέσα του 2013 θα είναι το σημείο λήψης αποφάσεων για τις σχέσεις της με το Ιράν. Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ θέλει να επικεντρώσει τους δικούς του πεπερασμένους πόρους σε αυτήν την κρίση – και θα προτιμούσε κι ο υπόλοιπος κόσμος να κάνει το ίδιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Ισραήλ θα καταβάλει προσπάθειες για να υποστηρίξει ενεργά τον Άσαντ: Όπως και οι περισσότερες άλλες χώρες, το Ισραήλ πιστεύει ότι είναι μόνο θέμα χρόνου έως ότου ο Σύριος ηγέτης χάσει την εξουσία. Αλλά, μια χώρα του μεγέθους τού Ισραήλ θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της και η Ιερουσαλήμ δεν αισθάνεται ότι βοηθώντας να διαμορφωθεί μια κατάλληλη εναλλακτική λύση για τον Άσαντ είναι προς το συμφέρον της ή στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της. Θα αφήσει το καθήκον αυτό σε άλλους. Πράγματι, το Ισραήλ έχει στηρίξει την πρωτοβουλία από την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες να οργανώσουν μια ειρηνευτική διάσκεψη με στόχο την επίλυση της σύγκρουσης. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της διάσκεψης, η Ιερουσαλήμ σίγουρα θα υπενθυμίσει τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στην Μόσχα ότι έχουν κοινό συμφέρον για να προλάβουν μια μόνιμη παρουσία του Ιράν ή της τζιχάντ στο συριακό έδαφος.
Υπό αυτή την έννοια, είναι ασφαλές να πούμε ότι ο Άσαντ δεν είναι ο μόνος αποδέκτης μυστικών επικοινωνιών από το Ισραήλ. Αυτό αφήνει δύο ερωτήματα – πότε ο Λευκός Οίκος θα αποφασίσει ποια θα είναι η δική του πολιτική και πώς θα την εφαρμόσει.
Efraim Halevy, διοικητής της Mossad 1998-2002