Παρά τις αρχικές προβλέψεις για μακρά περίοδο ειρηνικής συμβιώσεως, μετά την κατάργηση του διπολισμού και το τέλος του ψυχρού πολέμου, εισήλθαμε στη νέα χιλιετία αντιμέτωποι με νέους κινδύνους για την ασφάλεια.
Η εποχή μας εγκαινίασε ένα παλαιό φαινόμενο ως νέο «είδος πολέμου» ˙ το θέατρο επιχειρήσεων παγκόσμιο, το πεδίο της μάχης παντού, ο εχθρός αόρατος, ο στόχος ανυποψίαστος ˙ από την Ιαπωνία, στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, στο Μπαλί, στη Μόσχα ˙ και η συνέχεια άγνωστη ˙ η αξία της ανθρώπινης ζωής μηδαμινή. Κατά τον επιτιθέμενο μπορεί τα θύματα να είναι άμαχοι, αλλά δεν είναι και αθώοι, αφού ανήκουν στις κοινωνίες του «εχθρού» του.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) επιχείρησαν να προσδιορίσουν τους νέους κινδύνους, που ενδεχομένως, θα αποσταθεροποιούσαν το διεθνές σύστημα. Τις ονόμασαν «ασύμμετρες απειλές» και «ασύμμετρο πόλεμο», που ορίζεται ως «η χρησιμοποίηση κατώτερης ισχύος εναντίον τρωτών σημείων ενός κράτους, προς επίτευξιν δυσανάλογα μεγάλου αποτελέσματος, με σκοπό την υπονόμευση της θελήσεώς του και την επίτευξη του στόχου του ενεργούντος».
Στις απειλές αυτές κατέταξαν τις διάφορες μορφές της διεθνούς τρομοκρατίας, τη διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, τη λαθρομετανάστευση, τον εθνικοθρησκευτικό φανατισμό και ριζοσπαστισμό, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τις απειλές από συστήματα που βασίζονται στη χρήση του διαστήματος, τον πόλεμο των πληροφοριών (Πειρατές των συστημάτων πληροφορικής).
Η τρομοκρατία αναπτύσσεται τόσο στις δυτικές μητροπόλεις, όσο και στις ίδιες τις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα δε στις χώρες του λεγομένου ισλαμικού τόξου, και τείνει να αποκτήσει τη δική της ιδεολογία, που θα μπορούσε να συνοψισθεί σε θέσεις όπως ˙ σύγχρονη μορφή του αναρχισμού, αρνητική στάση απέναντι στην ανοιχτή κοινωνία, αντίθεση εναντίον όλων των δυτικών κοινωνιών (αντιδυτικισμός). Η τρομοκρατία δεν είναι παρά ένα μέρος του «διεθνούς προβλήματος», ένα διεθνές φαινόμενο που τρέφεται από αυτό και τείνει να καταστεί ανεξέλεγκτο.
Η τρομοκρατία, ομολογουμένως, αποτελεί την κυρία απειλή, αφού η ίδια διαπλέκεται με όλες τις άλλες, σε βαθμό που γίνεται δυσδιάκριτος ο διαχωρισμός σκοπών και μέσων. Πρόβλημα, που δεν έχει μόνο θεωρητική σημασία, είναι ο ορισμός της και η αντιδιαστολή της από το πολιτικό έγκλημα. Διακρίνεται σε ατομική, που είναι το μέσον ατόμων και μικρών ή μεγαλυτέρων ομάδων, και κρατική, στην οποία ανήκει και η κρατικά υποστηριζομένη.
Η μελέτη του φαινομένου με τις θεωρίες και τις θεωρήσεις της επιστήμης των διεθνών σχέσεων είναι δύσκολη, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται περί «μη κρατικών δρώντων». Τα σύγχρονα ΜΜΕ μεγεθύνουν το φαινόμενο, γεγονός που συνεπάγεται, εμμέσως, την εξυπηρέτηση του σκοπού των ενεργούντων και την παρακίνηση του μιμητισμού.
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Η ανισομερής οικονομικής ανάπτυξη και συμμετοχή στα διεθνή δρώμενα και το έλλειμα εκδημοκρατισμού και χρηστής και αποτελεσματικής διακυβερνήσεως σε πολλές υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες και μάλιστα ανεξάρτητα από τον φυσικό τους πλούτο, επιβάλλει τη μετατόπιση του διακυβεύματος των διεθνών σχέσεων στον άξονα Βορρά – Νότου. Το ίδιο ισχύει και εντός των κρατών, όπου, σε ορισμένα, το λεγόμενο «όριο της φτώχειας» καλύπτει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού τους.
Περιφερειακές συγκρούσεις, όπως π.χ. το Παλαιστινιακό, που δεν νομιμοποιούν, βεβαίως, ούτε είναι η πραγματική αιτία των τρομοκρατικών κτυπημάτων, επιβαρύνουν το κλίμα, φανατίζουν τις μάζες και δημιουργούν συνθήκες για την στρατολόγηση τρομοκρατών.
Η διάλυση της Ενώσεως Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και του Συμφώνου της Βαρσοβίας (ΣΒ) αποδέσμευσε εθνικιστικές τάσεις ανεξαρτησίας σε πολλές περιοχές, πέραν των εν εξελίξει παγκοσμίως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ανταγωνισμοί, γεωστρατηγικοί και γεωοικονομιοί, για την παραγωγή, μεταφορά και εν γένει εκμετάλλευση των πηγών ενεργείας του Καυκάσου και της Κασπίας, περιπλέκουν έτι περισσότερο την κατάσταση στην περιοχή.
Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός κατά πάσης νεωτερικής ερμηνείας του Ισλάμ, όπως π.χ. η δημοκρατική διακυβέρνηση ισλαμικής χώρας, και κατά του δυτικού πολιτισμού, που επηρέασε ή επέβαλε και επηρεάζει τέτοιες εξελίξεις, από μακρού αποτελεί βασική αιτία προκλήσεως και οργανώσεως της «ισλαμικής τρομοκρατίας». Αυτή είναι είτε ανεξάρτητα είτε καθεστωτικά-κρατικά υποστηριζόμενη για δράση εντός των ισλαμικών χωρών ή εκτός αυτών κατά των δυτικών κοινωνιών. Όσον αφορά την οικονομική διάσταση αυτού του είδους της βίας, η οικονομική εξαθλίωση και φτώχεια, τα απολυταρχικά καθεστώτα και οι δικτατορίες της μιας ή άλλης παραλαγής ή «επαναστατικά κινήματα» στον ισλαμικό κόσμο επιτείνουν το φαινόμενο. Ο Μπιν Λάντεν και η Αλ-Κάϊντα προσβλέπουν στην ανόρθωση του αραβικού και ισλαμικού κόσμου, μέσω της επιστροφής στη μεσαιωνική «καθαρότητά» του.
Ο ιστορικός αντιδυτικισμός, που αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες της αποικιοκρατίας και οπωσδήποτε ορισμένες κρίσιμες πολιτικές επιλογές των ΗΠΑ και της Δύσεως, συνολικά – Μεσανατολικό, χρηματοδότηση και εκμετάλλευση εξτρεμιστικών οργανώσεων για ίδιους σκοπούς κ.λ.π. – σε συνδυασμό ή ανεξάρτητα με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, διαμορφώνουν την ψυχολογία του «καμικάζι (αυτόχειρα) τρομοκράτη» και του αυταρχικού και επιθετικού «ηγέτου» και τα σύνδρομά του, που οι τοπικές κοινωνίες αναδεικνύουν ή ανέχονται.
Πάσης μορφής εκκρεμούντα παγκόσμια και περιφερειακά προβλήματα, π.χ. προστασία περιβάλλοντος, διεθνές εμπόριο, υπόθεση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, υποστήριξη κάθε λογής αυταρχικών καθεστώτων κ.λ.π. εμπεδώνουν το αίσθημα της αδικίας.
Στη δεκαετία του ’70 και λιγότερο του ’80 η ευρωπαϊκή τρομοκρατία απειλούσε τα θεμέλια των κοινοβουλευτικών καθεστώτων της Δυτικής Ευρώπης. Τα «κράτη-υποστηρικτές» και οι «ενδιάμεσες» διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις, που τους παρείχαν εκπαίδευση και μέσα, μας είναι σήμερα γνωστά. Κράτη του ΣΒ, Λιβύη, Λίβανος, Συρία, Ιράν, Ν. Υεμένη, Κούβα, Νικαράγουα ˙ οργανώσεις όπως PLO, AL FATAH κ.α. Η διάλυση του ΣΒ έδωσε τέλος στη δράση των ευρωπαϊκών τρομοκρατικών οργανώσεων, που ήδη είχαν αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, πλην IRA και ΕΤΑ, που έχουν άλλους στόχους.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Το πλήγμα της 11 Σεπτεμβρίου 2001 ανέδειξε τη διεθνή τρομοκρατία ως τον υπ΄αριθμόν ένα κίνδυνο ασφαλείας στον κόσμο, ανεπτυγμένο και μη. Τίποτε δεν είναι καθαρά εθνικό, εσωτερικό ζήτημα ή καθαρά διεθνές. Ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος προσπαθεί να φανεί ως θετική εξέλιξη, είναι, όμως, πιο ευάλωτος.
Αναζητώντας τις συνέπειες, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, επιγραμματικά και όχι ολοκληρωμένα, τις σκέψεις που ακολουθούν :
Επηρεάσθηκε η πορεία της οικονομίας και ειδικότερα η προοπτική αναπτύξεως και η εξέλιξη της υφέσεως. Υπήρξαν άμεσες συνέπειες στους κλάδους των αεροπορικών εταιρειών, των ασφαλειών και του τουρισμού. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε την απειλή για τα συστήματα πληρωμών, της αγοράς χρήματος και κεφαλαίου, καθώς και για τις επενδύσεις. Οι καταστροφικές δυνατότητες των τρομοκρατών στις σύγχρονες οικονομίες είναι πολύ μεγάλες. Η «γενικευμένη αβεβαιότητα» συντηρεί τις αρνητικές οικονομικές επιδράσεις, που πλήττουν και τις ασθενέστερες, οικονομικά, χώρες.
Η παγκοσμιοποιημένη τρομοκρατία αποτελεί έναν αόρατο εχθρό, που διαχέεται ως δίκτυο σε πολλά κράτη. Το γεγονός αυτό καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό του και περιορίζει το συγκριτικό πλεονέκτημα των κρατών, που συνίσταται στον έλεγχο των μέσων καταστολής και των γνωστών μέσων διεξαγωγής του πολέμου.
Διακυβεύεται η αποδόμηση των συμμαχιών των ΗΠΑ και της Δύσεως, συνολικά, με τα μετριοπαθή αραβικά κράτη. Οι εκατέρωθεν μονομερείς, μη κατάλληλοι χειρισμοί ενδέχεται, μακρόπνοα, να οδηγήσουν σε σύγκρουση Ισλάμ-Δύσεως.
Δεν μετεβλήθη ριζικά η κατανομή της ισχύος μεταξύ των πρωταγωνιστών της διεθνούς σκηνής, αλλά θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα και στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική των κρατών.
Η υψηλή στρατηγική της «πρωτοκαθεδρίας», του «νέο-απομονωτισμού» ή της «επιλεκτικής εμπλοκής» των ΗΠΑ μάλλον χάνουν σε αξιοπιστία και αναβαθμίζεται η πρακτική της «συλλογικής, συνεργατικής ασφαλείας» υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η προσέγγιση των ΗΠΑ με την Ρωσία κατά την εκστρατεία στο Αφγανιστάν κατέληξε στο τέλος του Μαίου του 2002 στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, που εγγίζει την ένταξη της Μόσχας στη Συμμαχία. Μετά από δεκαετή αναζήτηση, η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα αποτελούν πλέον τον «νέο εχθρό» του ΝΑΤΟ και έτσι δικαιολογείται η συνέχιση της υπάρξεώς του και η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα.
Η ΕΕ με την Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφαλείας και Αμύνης (ΚΕΠΑΑ) και τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Δυνάμεως Ταχείας Αντιδράσεως (ΕΔΤΑ), γνωστής και ως «Ευρωστρατός», προσπαθεί να αχθεί, συν τοις άλλοις, σε ένα αποτελεσματικότερο σύστημα αστυνομεύσεως, να θεσπίσει κοινούς κανόνες για τη μετανάστευση, το άσυλο, τους πρόσφυγες και τις μειονότητες. Έργο δύσκολο, αφού αντιπαρατίθενται η κοινή αντίληψη με τις εθνικές ιδιαιτερότητες και επιλογές, καθώς και το παραδοσιακό δίλημμα της ΕΕ : «ευρωπαϊκή ανεξαρτησία» ή υπαγωγή στις «ατλαντικές δομές». Με τον τρόπο αυτό δοκιμάζεται, βεβαίως, και το εγχείρημα για τη δημιουργία μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) από θέση ισοτιμίας.
Η τρομοκρατία, ως συστηματική επίθεση κατά των δημοκρατικών δομών των δυτικών κρατών, προξενεί πολιτική αστάθεια, φέρει τις κυβερνήσεις ενώπιον του διλήμματος ή να θεσμοθετήσουν και να ασκήσουν αποτελεσματική καταστολή ή να θεωρηθούν ανίκανες, και αλλοιώνει το φρόνημα των πολιτών. Ενδεχομένως φθείρει τους όρους της ομαλής δημοκρατικής διακυβερνήσεως, π.χ. με ανάδειξη τυχαίων ηγετών, με ανατροπή των κατακτήσεων του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που συγκροτούν τη βάση του πολιτισμού μας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η σοβαρότητα των συνεπειών της δράσεως της διεθνούς τρομοκρατίας επιβάλλει στη διεθνή κοινότητα την άμεση επέμβασή της.
Η Ομάδα των Πλουσίων με την Ρωσία (G7+1), οι ΗΠΑ και η ΕΕ, που αναζητεί τη δική της ταυτότητα στον κόσμο, θα πρέπει, στα πλαίσια του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου :
Να ανοίξουν την πολιτική συζήτηση και να επιδιώξουν την επίλυση των διεθνών πολιτικών προβλημάτων που χρονίζουν.
Να ελέγξουν τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις (ανισότητες, αστάθεια, αβεβαιότητες), που συνδέονται με το τωρινό παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο διακυβερνήσεως και ρυθμίσεως της παγκόσμιας οικονομίας.Να επανεξετάσουν την εσωτερική τους πολιτική, θεσμικά και πρακτικά.
Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις πρέπει να ενταχθούν σε νέα, συνολική στρατηγική διαχειρίσεως των παγκοσμίων υποθέσεων, δηλαδή του «διεθνούς προβλήματος», στα πλαίσια του ΟΗΕ, ως προβλήματος συλλογικής και όχι μονομερούς ασφαλείας, με βαρύτητα στην πρόληψη.
Σε ό,τι αφορά στην ΕΕ, οι μέχρι τώρα χειρισμοί τέτοιων κρίσεων ανέδειξαν τα «ελλείματά» της.
ΠΗΓΗ : ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου