ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗ
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τα γεγονότα είναι σε όλους γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε εδώ. Αρκεί το συμπέρασμα ότι η εξέλιξη των πραγμάτων υπήρξε όντως αμείλικτη, κυρίως για την ελληνική πλευρά σε Ελλάδα και Κύπρο. Eνώ οι μεγαλύτερες και οι ισχυρότερες από τις εμπλεκόμενες χώρες επέδειξαν σταθερότητα και συνέπεια στις στρατηγικές επιδιώξεις τους σε βάθος χρόνου, οι μικρότερες και ασθενέστερες, δηλαδή, η Ελλάδα και η Κύπρος, δεν απέφυγαν τις παλινωδίες, την έλλειψη εθνικής συνεννόησης, συντονισμού και συνεργασίας, την αστάθεια, την στρατηγική προχειρότητα και κάποιες στιγμές και την υποχωρητικότητα.
Αντίθετα, η τουρκική πλευρά επιδεικνύει αποφασιστικά κάποιες σταθερές θέσεις με τα εξής επιμέρους γνωρίσματα. Πρώτον, υπάρχει συμφωνία όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στην χάραξη και εφαρμογή μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής βοηθούντος για το σκοπό αυτό και του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Δεύτερον, η πολιτική τους χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη ριζοσπαστικότητα και διεκδικητικότητα . Έτσι, την εισβολή στρατευμάτων κατοχής το 1974, ακολούθησε η ανακήρυξη των κατεχόμενων τμημάτων της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους το 1983 και προσφάτως (το 1998) η πρόταση για την συνομοσπονδία στην Κύπρο μεταξύ δύο ανεξαρτήτων κρατών. Μία πρόταση την οποία το σχέδιο του Κόφι Ανάν για τη συνολική επίλυση του Κυπριακού την παρακάμπτει με τον τρόπο που την παρακάμπτει (χωρίς, δηλαδή, να την αποδέχεται, αλλά και χωρίς να την απορρίπτει πλήρως και σαφώς). Όσον αφορά στη σχέση της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονη ένταξη της Τουρκίας και της «Κυπριακής Συνομοσπονδίας», η οποία φυσικά δεν υφίσταται ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου.
Από την άλλη πλευρά και από την σκοπιά του διεθνούς παράγοντα, οι ΗΠΑ, ιδίως, και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απορρίπτουν τις τουρκικές θέσεις. Διαπραγματεύονται και με τις δύο πλευρές στην Κύπρο με τρόπο ισότιμο, την επίσημη Κυπριακή Δημοκρατία και το ανεπίσημο Τουρκοκυπριακό «κράτος» και προωθούν εν τοις πράγμασι την ιδέα μιας ομοσπονδίας στη Μεγαλόνησο που ίσως μοιάζει τελικά μάλλον με συνομοσπονδία (μεταξύ δύο αυτοτελών κρατικών οντοτήτων).
Κοντολογίς, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν πρόκειται απλά για διολίσθηση, πρόκειται αντίθετα για ραγδαία και δύσκολα συγκαλυπτόμενη υποβάθμιση του όλου ζητήματος από την σκοπιά των συμφερόντων και των επιδιώξεων του κυπριακού ιδίως ελληνισμού. Πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αδήριτη είναι πλέον η ανάγκη για μια συνολική και αυστηρή επανατοποθέτηση του όλου ζητήματος. Η αισιοδοξία και τα μαλακά λόγια πια δεν αρκούν. Τα μισόλογα και οι μισές αλήθειες δεν κρύβουν την επικίνδυνη εξέλιξη των πραγμάτων. Και το ερώτημα είναι : δεν επέστη, άραγε, πλέον η στιγμή για μια ριζική ανασύνταξη της εθνικής στρατηγικής για το πρόβλημα της Κύπρου ;
Τα πυρηνικά στοιχεία, οι ουσιώδεις προϋποθέσεις αυτής της στρατηγικής δεν μπορεί να είναι άλλες και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να μην περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ελάχιστες συνθήκες (ένα είδος «bottom line») για μια στοιχειωδώς βιώσιμη και λειτουργική λύση του κυπριακού προβλήματος. Συνθήκες οι οποίες, ας υπογραμμιστεί, αντιστοιχούν και εκφράζουν τα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και τις αξίες του κοινοτικού κεκτημένου :
Διασφάλιση της ενότητας του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία αντιστοιχεί στην γεωπολιτική ενότητα της Μεγαλονήσου και διαθέτει μια και ενιαία διεθνή προσωπικότητα (μια κυριαρχία, μια υπηκοότητα, μια διεθνή προσωπικότητα).
Διαμόρφωση μιας ενιαίας κυβέρνησης για όλη την επικράτεια με αναγνώριση υψηλού βαθμού τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και αυτονομίας (διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία). Η πολιτειακή έκφραση αυτού του συστήματος μπορεί να περιλαμβάνει δύο αντιπροσωπευτικά σώματα (Βουλή, Γερουσία), όπου στο μεν πρώτο εξ αυτών η ανάδειξη των μελών του στηρίζεται στην αρχή της αναλογίας, στο Δε δεύτερο στην αρχή της ισότητας μεταξύ των ομόσπονδων μερών. Όσον αφορά στην εκτελεστική εξουσία, αυτή μπορεί να συγκροτείται σε τρία επίπεδα (κεντρικό, περιφερειακό, τοπικό) με ανάλογη κλιμάκωση των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας στη δράση του κράτους.
Διασφάλιση συνθηκών ελευθερίας εγκατάστασης, διακίνησης, οικονομικής δράσης και κατοχής περιουσίας σε όλες τις περιφέρειες της νήσου (οι τρεις ελευθερίες του «κοινοτικού κεκτημένου»). Ακόμη και αν εφαρμοστούν σταδιακά μετά την εξάντληση μιας μεταβατικής περιόδου, είναι σαφές ότι η πλήρης ενσωμάτωση της νέας Κύπρου στο κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και την αντίστοιχη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κουλτούρα συναρτάται με την τήρηση των αρχών αυτών, οι οποίες τελούν και υπό την εγγύηση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Σεβασμός των βασικών αρχών του κράτους δικαίου, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της οικονομίας της αγοράς και των οργανωμένων δημοσίων υπηρεσιών (αρχές που συγκροτούν τον πολιτικο-φιλοσοφικό πυρήνα του «κοινοτικού κεκτημένου»).
Ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τους ίδιους ακριβώς όρους όπως όλες οι άλλες υποψήφιες χώρες, δίχως πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις, διαφορετικά η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να προβάλει αρνησικυρία (veto) για οιαδήποτε διεύρυνσή της.
Τέλος, αλλά όχι ελάσσονα σε σημασία προϋπόθεση : οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο να δεχθούν ότι συμφωνούν στα παραπάνω και δεσμεύονται να τα κάνουν πράξη με συνέπεια και αποφασιστικότητα. Η ύπαρξη και λειτουργία θεσμών εθνικής συνεννόησης και συνεργασίας, όπως το από καιρού αναμενόμενο Συμβούλιο Εξωτερική Πολιτικής, η συνδιάσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ακόμα και η κοινή διάσκεψη των αντίστοιχων θεσμών και οργάνων σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι μέτρα που έχουν τη σημασία τους σε αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή.
ΠΗΓΗ: ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ -ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου