«Λιγοστεύουν οι εχθροί, αυξάνονται οι στρατιωτικές δαπάνες». Η εξίσωση αυτή μπορεί να συνοψίσει το νέο αμυντικό δόγμα της Τουρκίας, που υλοποιεί το νέο προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας υπό τον Αχμέτ Νταβούτογλου και την αντίληψή του περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες».
Στη νέα έκδοση του Εγγράφου για την Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας, τη γνωστή «Κόκκινη Βίβλο», σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου, μεταξύ των απειλών για την Τουρκία δεν περιλαμβάνονται χώρες παραδοσιακά «εχθρικές», όπως η Ρωσία, η Αρμενία, το Ιράν, η Συρία και το Ιράκ. Παράλληλα για την Ελλάδα, ενώ δεν χαρακτηρίζεται «απειλή», διατηρείται το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο.
Και ενώ η λίστα των «εχθρών» μικραίνει δραματικά, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται με κορύφωση την περίοδο μετά το 2015, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό με δεκάδες δισ. δολάρια. Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν τρία προγράμματα: Η παραγγελία περίπου 100 μαχητικών αεροσκαφών F-35 αξίας 13 δισ. δολαρίων, η παραλαβή 50 επιθετικών ελικοπτέρων Α 129 κόστους 3 δισ. δολαρίων και η σταδιακή παραγωγή 250 αρμάτων (τουρκικής παραγωγής), επίσης αξίας πολλών δισ. δολαρίων.
Ολα αυτά αναμένεται να ανεβάσουν το ποσοστό που δαπανά η Τουρκία για εξοπλισμούς από το 1,8% σήμερα στο 2,2-2,5% το 2015.
Η αντίφαση αυτή επισήμως δικαιολογείται από την τουρκική ηγεσία με τις ανάγκες «αποτροπής», αλλά από «εχθρούς» που θεωρητικά δεν υπάρχουν. Παράλληλα ο τούρκος πρωθυπουργός επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία την πρόταση για μείωση των εξοπλισμών μεταξύ Αγκυρας και Αθήνας, η οποία δαπανά ετησίως περί το 2,8% του δικού της ΑΕΠ.
Ενας από τους αφανείς στόχους της αναθεώρησης του τουρκικού αμυντικού δόγματος είναι το να καθησυχάσει την Ε.Ε. πως πιθανή ένταξη της Τουρκίας δεν θα μεταφέρει τα προβλήματα με τους γείτονες στο εσωτερικό της, όπως έγινε στην περίπτωση της Κύπρου. «Η εξωτερική μας πολιτική είναι συνεπής με τη διαδικασία εκδημοκρατισμού της Τουρκίας» δήλωσε την Πέμπτη ο κ. Νταβούτογλου.
Την περίοδο του ψυχρού πολέμου οι στρατιωτικοί είχαν εντάξει στη λίστα των «απειλών» σχεδόν όλες τις γειτονικές χώρες, μαζί με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ορισμένες αραβικές. Μετά την πτώση του Τείχους οι «εχθροί» περιορίστηκαν σε «κάθε κράτος που υποστηρίζει το κουρδικό ΡΚΚ», την Ελλάδα, την Κύπρο. Υστερα από περίπου τριάντα χρόνια, οι «απειλές» περιορίστηκαν ουσιαστικά μόνο στο Ισραήλ.
Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού η πρόσφατη δημιουργία του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας με την Ελλάδα δεν είναι η μόνη «επίθεση φιλίας». Ταυτόχρονα υπήρξε βελτίωση των σχέσεων με τη Συρία, τη Ρωσία, τη Γεωργία, ακόμη και την Αρμενία (με την οποία υπάρχει και το αγκάθι της γενοκτονίας). Παρ' όλα αυτά, όταν ο Τ. Ερντογάν ερχόταν στην Αθήνα τον Μάιο, το αμερικανικό Ινστιτούτο Stratfor, σε έκθεσή του εκτιμούσε ότι «η πιθανότητα μείωσης των τουρκικών εξοπλισμών είναι εξαιρετικά χαμηλή, καθώς η Τουρκία ως ανερχόμενη δύναμη έχει επεκτείνει τις γεωπολιτικές της δραστηριότητες στον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή».