ΤΟΥΡΚΙΑ, ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ Σ. ΑΡΑΒΙΑ ΧΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ
Είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία της δύσκολης και μακράς διαπραγμάτευσης των ΗΠΑ με το Ιράν για τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος. Η διαπραγμάτευση επισήμως διεξάγεται στο πλαίσιο 5 συν 1, τα πέντε δηλαδή Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ( ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία και Γαλλία) συν τη Γερμανία.
Επί της ουσίας η ουσιαστική διαπραγμάτευση γίνεται σε διμερή διαπραγμάτευση Ουάσιγκτον – Τεχεράνης με τη θετική εποικοδομητική συμβολή της Μόσχας σε κρίσιμες στιγμές. Στη διμερή διαπραγμάτευση το ζητούμενο δεν είναι μόνον η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, αλλά μια συνολική εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ουάσιγκτον-Τεχεράνης παρόμοιας εμβέλειας με την προσέγγιση των Νίξον-Κίσινγκερ με την Κίνα του Μάο την περίοδο 1971-72. Μια εφ’ όλης της ύλης προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν θα φέρει καταλυτικές ανατροπές στην Ευρύτερη μέση Ανατολή και στη Νοτιοδυτική Ασία, θα επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις από τη Συρία και το Ιράκ μέχρι και το Αφγανιστάν-Πακιστάν.
Επί της ουσίας η ουσιαστική διαπραγμάτευση γίνεται σε διμερή διαπραγμάτευση Ουάσιγκτον – Τεχεράνης με τη θετική εποικοδομητική συμβολή της Μόσχας σε κρίσιμες στιγμές. Στη διμερή διαπραγμάτευση το ζητούμενο δεν είναι μόνον η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, αλλά μια συνολική εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ουάσιγκτον-Τεχεράνης παρόμοιας εμβέλειας με την προσέγγιση των Νίξον-Κίσινγκερ με την Κίνα του Μάο την περίοδο 1971-72. Μια εφ’ όλης της ύλης προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν θα φέρει καταλυτικές ανατροπές στην Ευρύτερη μέση Ανατολή και στη Νοτιοδυτική Ασία, θα επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις από τη Συρία και το Ιράκ μέχρι και το Αφγανιστάν-Πακιστάν.
Τρεις χώρες βλέπουν σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικές αντιδράσεις την προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν ως απειλή για τα ζωτικά τους συμφέροντα: Το Ισραήλ, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία.
Το Τελ Αβίβ και το Ριάντ διαθέτουν πανίσχυρα λόμπι στην Ουάσιγκτον, όπως ακριβώς είχε η Ταϊβάν το 1971-72, όταν επιχείρησε ανεπιτυχώς να βραχυκυκλώσει το άνοιγμα του Λευκού Οίκου στον Μάο, και όπως ακριβώς το κουβανικό λόμπι στο Μαϊάμι της Φλόριντα προσπαθεί να εμποδίσει τη γρήγορη και πλήρη εκκαθάριση εκκρεμοτήτων ΗΠΑ – Κούβας σήμερα.
Για τις ΗΠΑ του Ομπάμα από ό,τι φαίνεται η δυσαρέσκεια των τριών θεωρείται ως διαχειρίσιμη για το γεγονός ότι Αγκυρα, Τελ – Αβίβ και Ριάντ έχουν βαθιές μεταξύ τους αντιπαλότητες, οπότε δεν μπορούν να απαρτίσουν ένα έστω ετερόκλητο και ευκαιριακό μέτωπο δυσαρεστημένων.
Ισραήλ : Ο απολεσθείς παράδεισος
Η ανησυχία του Νετανιάχου για τη δυνατότητα που θα διατηρήσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και μετά την όποια συμφωνία του με τους «5 συν 1», είναι το πρόσχημα, η ουσία βρίσκεται αλλού.
Η ανησυχία του Νετανιάχου για τη δυνατότητα που θα διατηρήσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και μετά την όποια συμφωνία του με τους «5 συν 1», είναι το πρόσχημα, η ουσία βρίσκεται αλλού.
Η στρατηγική ανησυχία του Ισραήλ είναι ένα Ιράν, με ή χωρίς πυρηνικά όπλα, μεγάλη δύναμη στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, που μέσω των Σιιτών Μουσουλμάνων επηρεάζει εσωτερικές και περιφερειακές ισορροπίες σε μια ευρύτατη γεωγραφική έκταση και έτσι διεκδικεί εκ των πραγμάτων να είναι μέρος οποιασδήποτε συνολικής συμφωνίας ή ακόμη και επί μέρους συμβιβασμού και συμψηφισμού για την επίλυση του Μεσανατολικού.
Σε επίπεδο περιφερειακών συσχετισμών τα παραπάνω θα σημαίνουν ότι κλείνει για το Ισραήλ μια εποχή από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 μέχρι και σήμερα, όπου μετά την υπογραφή διμερούς ειρήνευσης με την Αίγυπτο δεν υπήρχε στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο περιφερειακή δύναμη που να εξισορροπεί το συνολικό προβάδισμα ισχύος του Τελ Αβίβ.
Επί πλέον με τον ορατό πλέον συνολικό συμβιβασμό ΗΠΑ-Ιράν, το Ισραήλ χάνει τον ρόλο του μοναδικού ερείσματος της Ουάσιγκτον και της Δύσης συνολικά σε μια φλεγόμενη περιοχή. Έναν ρόλο που διεκδίκησε με περισσότερη έμφαση μετά τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης στις αρχές του 2011, έναν ρόλο που στο όνομα της αβεβαιότητας και της αστάθειας στον Αραβομουσουλμανικό Κόσμο επέτρεπε στον Νετανιάχου να μεταθέτει ή καλύτερα να βραχυκυκλώνει κάθε έξωθεν πίεση για αναζήτηση συνολικού συμβιβασμού με την Παλαιστινιακή Αρχή.
Ο λόγος του Νετανιάχου την Τρίτη ενώπιον του Κογκρέσου υπήρξε μια διπλή πρόκληση για τον Ομπάμα: Πρώτον, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ έφθασε παρά την άρνηση του ενοίκου του Λευκού Οίκου να τον συναντήσει στην αμερικανική πρωτεύουσα για μια προεκλογική ομιλία εν όψει των εκλογών στο Ισραήλ σε λίγες ημέρες. Δεύτερον αναμείχθηκε ευθέως και προκλητικά στον πόλεμο φθοράς Ομπάμα -Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου που θα κρατήσει μια διετία μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2016, με προνομιακό πεδίο την εξωτερική πολιτική.
Με άλλα λόγια, η επίσκεψη Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον δεν είναι μια προεκλογική παρεκτροπή, αλλά η απαρχή μιας προδιαγεγραμμένης περαιτέρω επιδείνωσης των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Ισραήλ με άγνωστη κατάληξη. Ολα τα παραπάνω προς μεγάλη ικανοποίηση του Ιράν, που βλέπει τον Νετανιάχου με την εκβιαστική ρητορική του τύπου ή με μας ή με την Τεχεράνη να επισπεύδει εκ των πραγμάτων την κατάληξη που υποτίθεται ότι θέλει να ματαιώσει ή έστω να επιβραδύνει.
Ριάντ και Εμιράτα κινούνται με μεγαλύτερη σωφροσύνη απέναντι στη στροφή της Ουάσιγκτον
Πετρέλαιο μέχρι 20 δολ. το βαρέλι;
Πετρέλαιο μέχρι 20 δολ. το βαρέλι;
Η Σαουδική Αραβία και μαζί της τα Εμιράτα του Κόλπου, με εξαίρεση το Κατάρ, έχουν κινηθεί με μεγαλύτερη ηρεμία και σωφροσύνη απέναντι στη στροφή των ΗΠΑ στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, από ό,τι τόσο το Ισραήλ όσο και η Τουρκία.
Το Ριάντ που πριν από λίγο καιρό είχε παρασκηνιακά ανάψει «πράσινο φως» στο Τελ Αβίβ για υπερπτήση του σαουδαραβικού εναέριου χώρου από τη Μοίρα Πολεμικών Αεροσκαφών του Ισραήλ που θα βομβάρδιζε τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να εναντιωθεί στην απόφαση Ομπάμα για εκκαθάριση εκκρεμοτήτων με την Τεχεράνη, άρχισε τον δικό του διάλογο με τη θρησκευτική και πολιτική ηγεσία της χώρας και αναζήτησε την κατοχύρωση των ζωτικών του συμφερόντων στο πεδίο της πρωτοκαθεδρίας του ως κύριου πετρελαϊκού προμηθευτή των ΗΠΑ και της Δύσης. Η κατακρήμνιση της τιμής του μαύρου χρυσού πρώτον, κατοχυρώνει τη χρησιμότητα της σταθερότητας στο Ριάντ για τις ΗΠΑ, δεύτερον, πιέζει ασφυκτικά τη Ρωσία αλλά και τη Βενεζουέλα και το Ιράν και τέλος, παγώνει για το ορατό μέλλον τα σχέδια για περαιτέρω εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Επιπλέον η Σαουδική Αραβία, σε αντίθεση με την Τουρκία, δεν επένδυσε ποτέ πλήρως και ανεπιφύλακτα στη στήριξη του Πολιτικού Ισλάμ στη Συρία και στο Ιράκ, γιατί πάντοτε είχε συνείδηση του κινδύνου ότι ο επόμενος στόχος εξτρεμιστών τύπου ISIS ή και μετριοπαθών σαν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την Χαμάς θα ήταν το δικό της καθεστώς. Έτσι με δεδομένη την ανεπιφύλακτη στήριξη του Σίσι στην Αίγυπτο που την έχει φέρει σε σύγκρουση με την Τουρκία των Ερντογάν – Νταβούτογλου, το Ριάντ δεν θα ήταν εξ ορισμού αρνητικό σε μια συμφωνία κυρίων με την Τεχεράνη για τη σταθεροποίηση της Συρίας. Άλλωστε, η σημερινή κυβέρνηση στη Βαγδάτη αποτελεί προϊόν του συμβιβασμού Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί η πίεση των Τζιχαντιστών.
Η Αγκυρα απέναντι στις ΗΠΑ
Τουρκία, τα πρώτα συμπτώματα στρατηγικής δύσπνοιας
Πριν από λίγα χρόνια ο Ερντογάν που κρατούσε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με την Τεχεράνη προσφερόταν να μεσολαβήσει για να βρεθεί λύση στο πρόβλημα του διεθνούς ελέγχου του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου.
Στην ουσία, το ενδεχόμενο να γίνει η Τεχεράνη πυρηνική δύναμη απασχολούσε σοβαρά την Αγκυρα, καθώς μια παρόμοια εξέλιξη θα έδινε προβάδισμα στην Τεχεράνη στους περιφερειακούς συσχετισμούς. Επί πλέον, θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια την Τουρκία στην απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου, με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο να ακολουθούν.
Σήμερα, ήδη η Τουρκία του Ερντογάν βρίσκεται απέναντι στις ΗΠΑ και το Ιράν, σε μια σειρά από περιφερειακά μέτωπα: Από τη Συρία, όπου οι ΗΠΑ μέσω Ιράν και Ιράκ έχουν de facto συνεργασία με τον Ασαντ και το Μπααθικό Καθεστώς της Δαμασκού, μέχρι το Ιράκ, όπου η επιρροή της Αγκύρας εξασκείται αρνητικά για τη σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης και την Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη που την στηρίζουν. Είτε μέσω της προσπάθειας του Ερντογάν να καταστήσει το Κουρδικό Βόρειο Ιράκ τουρκικό προτεκτοράτο, είτε με την ενθάρρυνση της ηγεσίας των Σουνιτών του Κεντρικού Ιράκ να κρατούν σκληρή στάση απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση της χώρας.
Προβολές στο μέλλον
Αν τα παραπάνω έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής εύκολα, μπορούμε να φαντασθούμε τι προβολές στο μέλλον γίνονται στην Αγκυρα με τον συνυπολογισμό μιας συμμαχίας ΗΠΑ-Ιράν: Ερντογάν και Νταβούτογλου βλέπουν τη Χεζμπολάχ, τους Φρουρούς της Επανάστασης, άλλα και μονάδες του ιρανικού στρατού να καταδιώκουν σε χερσαίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους Τζιχαντιστές δίπλα στη μεθόριο Τουρκίας-Συρίας.
Αν τα παραπάνω έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής εύκολα, μπορούμε να φαντασθούμε τι προβολές στο μέλλον γίνονται στην Αγκυρα με τον συνυπολογισμό μιας συμμαχίας ΗΠΑ-Ιράν: Ερντογάν και Νταβούτογλου βλέπουν τη Χεζμπολάχ, τους Φρουρούς της Επανάστασης, άλλα και μονάδες του ιρανικού στρατού να καταδιώκουν σε χερσαίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους Τζιχαντιστές δίπλα στη μεθόριο Τουρκίας-Συρίας.
Είναι βέβαιο ότι με δεδομένη την αντιπαλότητα Αγκύρας -Τελ Αβίβ και την ορατή εκδίωξή της από Συρία-Ιράκ, η Αγκυρα προεξοφλεί ότι πολύ γρήγορα θα χάσει κάθε επιρροή στη Γάζα και την ηγεσία της Χαμάς, η οποία αργά ή γρήγορα θα επαναπροσεγγίσει την Τεχεράνη.
Πιο πολύ και από το Ισραήλ, η Τουρκία από ό,τι φαίνεται θα πληρώσει τουλάχιστον σε πρώτη φάση το πιο ακριβό τίμημα ως παράπλευρη ζημιά του εξυφαινόμενου ειδυλλίου ΗΠΑ – Ιράν.
Ερντογάν και Νταβούτογλου στην ουσία θα υπογράψουν ένα δεύτερο πιστοποιητικό θανάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διαλύθηκε το 1918, εγκαταλείφθηκε ως στόχος μετααυτοκρατορικής επιρροής από τον Κεμάλ το 1925 και επιχειρήθηκε να αναστηθεί δειλά -δειλά από τον Οζάλ τη δεκαετία του ’80 και τα τελευταία χρόνια από τον θαυμαστή του Σουλτάνου Σελίμ και τον συγγραφέα του στρατηγικού βάθους
Αποψη: Προσδοκίες και κίνδυνοι από τη συμμαχία Ελλάδας - Ισραήλ
ΒΑΛΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΡΩΔΙΑ*
Το ενεργειακό, και συγκεκριμένα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ του Ισραήλ και της Κύπρου και η ενδεχόμενη ύπαρξη κοιτασμάτων, δυτικότερα, στην περιοχή της Ελλάδας, αποτέλεσε κίνητρο και πυρήνα της συνεργασίας αυτής και οδήγησε την ελληνική πλευρά σε προσδοκίες για μια μακροχρόνια συνεργασία.
Από τα μέσα περίπου του 2010, η Ελλάδα προχώρησε σε μία στρατηγική επιλογή προσέγγισης και συνεργασίας με το κράτος του Ισραήλ στους τομείς της οικονομίας, της ενέργειας και της άμυνας. Η σύσφιγξη των σχέσεων των δύο χωρών δημιούργησε στην ελληνική πλευρά ισχυρές προσδοκίες για την αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Το ενεργειακό, και συγκεκριμένα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του Ισραήλ και της Κύπρου και η ενδεχόμενη ύπαρξη κοιτασμάτων, δυτικότερα, στην περιοχή της Ελλάδας, αποτέλεσε κίνητρο και πυρήνα της συνεργασίας αυτής και οδήγησε την ελληνική πλευρά σε προσδοκίες για μια μακροχρόνια συνεργασία στην εξόρυξη, εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και στην εξαγωγή τους στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω αγωγού από την Ελλάδα, ή σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στην Κύπρο. Η κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ θα είχε μακροπρόθεσμη δυναμική και θα αναβάθμιζε τον ρόλο της Ελλάδας ως σημαντικού ενεργειακού κόμβου για τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης.
Η επιλογή της συνεργασίας ενισχύθηκε και από το γεγονός της απομάκρυνσης του Ισραήλ από την Τουρκία, τον επί δεκαετίες στενό του σύμμαχο στη Μέση Ανατολή. Η ελληνική πλευρά βασιζόμενη στην πεποίθηση ότι η διάρρηξη της σχέσης Ισραήλ - Τουρκίας θα έχει βάθος και συνέχεια, θεώρησε ότι αποτελεί τον μοναδικό σύμμαχο που θα μπορούσε να αμβλύνει την περιφερειακή απομόνωση του Ισραήλ και, φυσικά, τον μοναδικό «δρόμο» για εξαγωγή των ενεργειακών του πόρων στην Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά ενίσχυσε και τη στρατιωτική συνιστώσα της συνεργασίας με το Ισραήλ, με στόχο αυτή να λειτουργήσει αποτρεπτικά για περιφερειακούς δρώντες που θα αμφισβητούσαν τα δικαιώματα, κυρίως της Ελλάδας και της Κύπρου, στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων, είτε θα παρεμπόδιζαν τη μεταφορά τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, η στρατιωτική συμμαχία δομήθηκε ως ανασχετικός παράγοντας στις τουρκικές ενεργειακές επιδιώξεις και απειλές.
Ακόμη, η στρατιωτική συνεργασία ενίσχυε τις προσδοκίες ότι το Ισραήλ είναι ο παράγοντας εκείνος που μακροπρόθεσμα θα υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις στη μακροχρόνια αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Μάλιστα, το φερόμενο ως επεισόδιο ανάμεσα σε ισραηλινά και τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη εντός του κυπριακού εναέριου χώρου τον Μάιο του 2012 «επιβεβαίωνε» τα επιχειρήματα αυτά.
Ομως, η έμφαση στα πλεονεκτήματα της επιλογής μιας συμμαχίας με το Ισραήλ αποκρύπτει τους σημαντικούς κινδύνους που αυτή εμπεριέχει. Οι περιφερειακές εξελίξεις μετά τις αραβικές εξεγέρσεις δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο στην περιοχή. Η κρίση στη Συρία είναι πιθανόν να φέρει πιο κοντά το Ισραήλ και την Τουρκία το επόμενο διάστημα, καθώς αφενός δημιουργείται μία απρόβλεπτη κατάσταση στα σύνορα των δύο κρατών και αφετέρου Τουρκία και Ισραήλ βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο απέναντι σε άλλους περιφερειακούς δρώντες, όπως το Ιράν, που επιδιώκουν διαφορετική στρατηγική για το μέλλον της Συρίας. Παράλληλα, η ενδυνάμωση των εξτρεμιστών στο Ιράκ (ISIS) ενεργοποιεί κοινά αντανακλαστικά των δύο κρατών. Η απολογία Νετανιάχου για την επέμβαση στο Μαβί Μαρμαρά είναι η αντανάκλαση των προθέσεων και των βαθύτερων διεργασιών ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Ταυτόχρονα και στο ενεργειακό πεδίο, οι συζητήσεις ανάμεσα στους κύριους, ισραηλινών και αμερικανικών συμφερόντων, επενδυτές για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην ισραηλινή ΑΟΖ, και στις μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες πετρελαίου για τη μεταφορά των ενεργειακών πόρων από το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω αγωγού στην Τουρκία, δείχνουν ότι το Ισραήλ δεν έπαψε να εξετάζει διαφορετικές επιλογές στον τομέα αυτό.
Πιθανή προσέγγιση Ισραήλ - Τουρκίας ή/και απόφαση για κατασκευή αγωγού για τη διοχέτευση των υδρογονανθράκων προς τις ευρωπαϊκές αγορές μέσω της Τουρκίας θα κατέρριπτε τις δύο βασικές προσδοκίες της ελληνικής πλευράς, αφήνοντάς την απομονωμένη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και με σημαντικές εξαρτήσεις Ελλάδας και Κύπρου από την Τουρκία για την εξαγωγή των ενεργειακών τους πόρων.
Παράλληλα με τους κινδύνους αυτούς, η συμμαχία με το Ισραήλ και ειδικά ο στρατιωτικός της βραχίονας θεωρείται απειλή για τον αραβικό κόσμο και επηρεάζει αρνητικά τις πολιτικές και οικονομικές προοπτικές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Η συμμαχία με το Ισραήλ περιορίζει σημαντικά τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Ελλάδα –και με βάση τις δυσκολίες της Τουρκίας στην περιοχή– τόσο στο οικονομικό πεδίο, όσο και για την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στη Μέση Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία κατανόησης των αλλαγών και της δυναμικής τους στο περιβάλλον της συμμαχίας Ελλάδας - Ισραήλ, η αντίληψη ότι το Ισραήλ θεωρεί τη συμμαχία αυτή μία μακροπρόθεσμη επιλογή της εξωτερικής του πολιτικής και, φυσικά, η πρόσδεση της Ελλάδας στη συμμαχία αυτή με ταυτόχρονη υποβάθμιση των σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο και τη δυναμική του, εμπεριέχουν κινδύνους και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε εξελίξεις με σημαντικό κόστος.
Το ενεργειακό, και συγκεκριμένα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη του Ισραήλ και της Κύπρου και η ενδεχόμενη ύπαρξη κοιτασμάτων, δυτικότερα, στην περιοχή της Ελλάδας, αποτέλεσε κίνητρο και πυρήνα της συνεργασίας αυτής και οδήγησε την ελληνική πλευρά σε προσδοκίες για μια μακροχρόνια συνεργασία στην εξόρυξη, εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και στην εξαγωγή τους στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω αγωγού από την Ελλάδα, ή σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου στην Κύπρο. Η κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ θα είχε μακροπρόθεσμη δυναμική και θα αναβάθμιζε τον ρόλο της Ελλάδας ως σημαντικού ενεργειακού κόμβου για τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης.
Η επιλογή της συνεργασίας ενισχύθηκε και από το γεγονός της απομάκρυνσης του Ισραήλ από την Τουρκία, τον επί δεκαετίες στενό του σύμμαχο στη Μέση Ανατολή. Η ελληνική πλευρά βασιζόμενη στην πεποίθηση ότι η διάρρηξη της σχέσης Ισραήλ - Τουρκίας θα έχει βάθος και συνέχεια, θεώρησε ότι αποτελεί τον μοναδικό σύμμαχο που θα μπορούσε να αμβλύνει την περιφερειακή απομόνωση του Ισραήλ και, φυσικά, τον μοναδικό «δρόμο» για εξαγωγή των ενεργειακών του πόρων στην Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά ενίσχυσε και τη στρατιωτική συνιστώσα της συνεργασίας με το Ισραήλ, με στόχο αυτή να λειτουργήσει αποτρεπτικά για περιφερειακούς δρώντες που θα αμφισβητούσαν τα δικαιώματα, κυρίως της Ελλάδας και της Κύπρου, στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων, είτε θα παρεμπόδιζαν τη μεταφορά τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, η στρατιωτική συμμαχία δομήθηκε ως ανασχετικός παράγοντας στις τουρκικές ενεργειακές επιδιώξεις και απειλές.
Ακόμη, η στρατιωτική συνεργασία ενίσχυε τις προσδοκίες ότι το Ισραήλ είναι ο παράγοντας εκείνος που μακροπρόθεσμα θα υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις στη μακροχρόνια αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Μάλιστα, το φερόμενο ως επεισόδιο ανάμεσα σε ισραηλινά και τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη εντός του κυπριακού εναέριου χώρου τον Μάιο του 2012 «επιβεβαίωνε» τα επιχειρήματα αυτά.
Ομως, η έμφαση στα πλεονεκτήματα της επιλογής μιας συμμαχίας με το Ισραήλ αποκρύπτει τους σημαντικούς κινδύνους που αυτή εμπεριέχει. Οι περιφερειακές εξελίξεις μετά τις αραβικές εξεγέρσεις δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο στην περιοχή. Η κρίση στη Συρία είναι πιθανόν να φέρει πιο κοντά το Ισραήλ και την Τουρκία το επόμενο διάστημα, καθώς αφενός δημιουργείται μία απρόβλεπτη κατάσταση στα σύνορα των δύο κρατών και αφετέρου Τουρκία και Ισραήλ βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο απέναντι σε άλλους περιφερειακούς δρώντες, όπως το Ιράν, που επιδιώκουν διαφορετική στρατηγική για το μέλλον της Συρίας. Παράλληλα, η ενδυνάμωση των εξτρεμιστών στο Ιράκ (ISIS) ενεργοποιεί κοινά αντανακλαστικά των δύο κρατών. Η απολογία Νετανιάχου για την επέμβαση στο Μαβί Μαρμαρά είναι η αντανάκλαση των προθέσεων και των βαθύτερων διεργασιών ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Ταυτόχρονα και στο ενεργειακό πεδίο, οι συζητήσεις ανάμεσα στους κύριους, ισραηλινών και αμερικανικών συμφερόντων, επενδυτές για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην ισραηλινή ΑΟΖ, και στις μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες πετρελαίου για τη μεταφορά των ενεργειακών πόρων από το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω αγωγού στην Τουρκία, δείχνουν ότι το Ισραήλ δεν έπαψε να εξετάζει διαφορετικές επιλογές στον τομέα αυτό.
Πιθανή προσέγγιση Ισραήλ - Τουρκίας ή/και απόφαση για κατασκευή αγωγού για τη διοχέτευση των υδρογονανθράκων προς τις ευρωπαϊκές αγορές μέσω της Τουρκίας θα κατέρριπτε τις δύο βασικές προσδοκίες της ελληνικής πλευράς, αφήνοντάς την απομονωμένη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και με σημαντικές εξαρτήσεις Ελλάδας και Κύπρου από την Τουρκία για την εξαγωγή των ενεργειακών τους πόρων.
Παράλληλα με τους κινδύνους αυτούς, η συμμαχία με το Ισραήλ και ειδικά ο στρατιωτικός της βραχίονας θεωρείται απειλή για τον αραβικό κόσμο και επηρεάζει αρνητικά τις πολιτικές και οικονομικές προοπτικές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Η συμμαχία με το Ισραήλ περιορίζει σημαντικά τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Ελλάδα –και με βάση τις δυσκολίες της Τουρκίας στην περιοχή– τόσο στο οικονομικό πεδίο, όσο και για την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στη Μέση Ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, η αδυναμία κατανόησης των αλλαγών και της δυναμικής τους στο περιβάλλον της συμμαχίας Ελλάδας - Ισραήλ, η αντίληψη ότι το Ισραήλ θεωρεί τη συμμαχία αυτή μία μακροπρόθεσμη επιλογή της εξωτερικής του πολιτικής και, φυσικά, η πρόσδεση της Ελλάδας στη συμμαχία αυτή με ταυτόχρονη υποβάθμιση των σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο και τη δυναμική του, εμπεριέχουν κινδύνους και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε εξελίξεις με σημαντικό κόστος.
* Μέλη του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics and Political Science.