Τα Βαλκάνια, αν και γεωγραφικά είναι αναπόσπαστα από την υπόλοιπη Ευρώπη, ιστορικά και πολιτισμικά είχαν τη δική τους εξέλιξη μέσα στο χρόνο. Η ορεινή φύση της χερσονήσου αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα διάσπασης, καθώς ευνόησε σε αρκετές περιπτώσεις τη διαφορετική εξέλιξη των κατοίκων της. Από την άλλη πλευρά, όμως, κοινό ιστορικό παρελθόν ενώνει τους βαλκανικούς λαούς. Οι ρίζες κάποιων μας έρχονται από την αρχαιότητα, ενώ άλλων οι καταβολές σμίγουν βαθιά στο βυζαντινό μεσαίωνα. Εκτός από την κοινή βυζαντινή κληρονομιά, η μακροχρόνια οθωμανική κυριαρχία μαζί με τον κοινό αγώνα κατά της σουλτανικής απολυταρχίας και υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας δημιούργησε κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές ομοιότητες μεταξύ των βαλκανικών εθνοτήτων, με αποτέλεσμα κάποιοι ιστορικοί να κάνουν λόγο για «κοινή βαλκανική συνείδηση». Κι όμως για δεκάδες χρόνια οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, αστικοφεουδαρχικές ή αστικές, και οι επίσημες κρατικές πολιτικές στις διάφορες χώρες της Βαλκανικής, με την υποκίνηση αλλά κάποτε και την άμεση καθοδήγηση των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων υποδαύλιζαν το μίσος και τη διάσπαση, τον αλυτρωτισμό και τον πόλεμο, υποδείκνυαν τους χωριστούς αλλά και εχθρικούς δρόμους. Έτσι, τα Βαλκάνια χαρακτηρίστηκαν η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», για να διευκρινίσει το 1930 ο Αλβανός εκπρόσωπος στην Α΄ Βαλκανική Διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου: «Τα Βαλκάνια εθεωρήθησαν πάντοτε, υπό ορισμένων ιθυνόντων τας τύχας των Μεγάλων Δυνάμεων, ως πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Δεν είχαν άδικον αυτοί, διότι οι ίδιοι μας εχορήγουν την πυρίτιδα». Μέχρι ακόμη και την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα (1926), παρ’ όλο που είχαν ουσιαστικά ολοκληρωθεί οι εθνικοί κρατικοί σχηματισμοί, το μίσος βασίλευε στα Βαλκάνια. Να ποια συγκλονιστική εικόνα μας δίνει από εκείνη την εποχή ο Γιάννης Σοφιανόπουλος: «Στα στενά των Βαλκανίων και της Ροδόπης, στους παχείς κάμπους της Μαρίτσας και του Μοράβα, στης Ντομπρουτσάς τα τέλματα, ψηλά απάνω στης Βλαχιάς και της Σουμαδιάς τα πυκνά φυλλώματα και κάτου στης Αρβανιτιάς τα ξεροβούνια και τις κλεισούρες, άνθρωποι σαν αστακοί τρίζουν τα δόντια τους και ανασπούν τις κάμες και τα χαντζάρια, βατσινωμένοι από το μικρόβιο του αλληλοσπαραγμού» (Πώς είδα τη Βαλκανική, 1926). Ωστόσο, αντίθετα προς αυτήν την κατάσταση, διατυπώθηκαν ενωτικές προτάσεις, υπήρξαν πρωτοβουλίες συνεννόησης, καταγράφηκαν κοινές προσπάθειες και περπατήθηκαν κοινοί, ελπιδοφόροι δρόμοι – άλλοτε από κρατικούς ηγέτες και άλλους πολιτικούς άνδρες και άλλοτε από οργανώσεις και κινήματα λαϊκής βάσης με πρωτοπόρους πνευματικούς παράγοντες και ριζοσπάστες αγωνιστές. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσεται η προσπάθεια του Παναγιώτη Πανά με τη «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία». Αλλά πριν μιλήσουμε γι’ αυτήν, καλό είναι να αναφερθούμε σύντομα στη γέννηση και την πορεία της ιδέας της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Όλοι θεωρούμε ότι η πρώτη αξιόλογη πρόταση για τη βαλκανική συνεννόηση προήλθε από τον Ρήγα Φεραίο-Βελεστινλή. Τέσσερις, όμως, αιώνες πριν από τον δικό μας Ρήγα, ένας Τούρκος, γεννημένος από εξισλαμισμένη Ελληνίδα στην Αδριανούπολη (1358), ο σεϊχης Μπεντρεντίν κήρυττε την ανάγκη γόνιμης συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων στα Βαλκάνια μέσα σ’ ένα κράτος ισονομίας, φυλετικής και θρησκευτικής ανοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Μετά από ένα αποτυχημένο κίνημα – κίνημα που υποστηρίχθηκε από τους εξαθλιωμένους μουσουλμάνους, χριστιανούς και εβραίους- κατά της σουλτανικής εξουσίας, ο Μπεντρεντίν απαγχονίστηκε στις Σέρρες το 1420 – δηλαδή πριν ακόμη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Και στα τέλη του 18ου αιώνα ακούγεται το σάλπισμα του Έλληνα διαφωτιστή και επαναστάτη Ρήγα: παμβαλκανική εξέγερση εναντίον της οθωμανικής απολυταρχίας και συγκρότηση ενιαίου βαλκανικού κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων, βασισμένου στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, με σεβασμό στην εθνική και θρησκευτική διαφορετικότητα. Το κήρυγμα του Ρήγα βρήκε τότε απήχηση σε όλους τους βαλκανικούς λαούς. Μέχρι και σήμερα οι βαλκάνιοι γείτονές μας τιμούν ιδιαίτερα τον Θεσσαλό διαφωτιστή σαν δικό τους ήρωα. Στο μεταξύ, οι υπόδουλοι λαοί της Βαλκανικής έχουν μπει στο δρόμο της εθνοκρατικής τους συγκρότησης. Και τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία) παρεμβαίνουν και επεμβαίνουν πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά στο βαλκανικό χώρο, προκειμένου να επωφεληθούν από την τελική λύση του Ανατολικού ζητήματος. Άλλωστε, οι δυτικοευρωπαϊκής καταγωγής δυναστείες των βαλκανικών χωρών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, καθώς ενδιαφέρονταν για την εξυπηρέτηση των χωρών καταγωγής τους παρά της χώρας των υπηκόων τους. Έτσι, η πολιτική των βαλκανικών κρατών δε στάθηκε ένθερμη υποστηρίκτρια μιας σταθερής βαλκανικής προσέγγισης και μόνιμης συνεργασίας. Βέβαια, κάποιες φορές υπήρξαν Βαλκάνιοι πολιτικοί που υποστήριξαν ή και εργάστηκαν για την επίτευξη ενότητας και συνεργασίας, αλλά αυτό γινόταν στη βάση των εθνικών συμφερόντων τους, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να έχει προοπτική. Ήδη, η κάθε πλευρά μιλούσε και διεκδικούσε την υλοποίηση της δικής της «Μεγάλης Ιδέας». Η «Μεγάλη Ελλάδα», ή η «Μεγάλη Σερβία», ή η «Μεγάλη Βουλγαρία» ήταν δημιουργήματα σωβινιστικών αντιλήψεων, εφαλτήρια της κυρίαρχης σε κάθε χώρα αστικής τάξης για παραπέρα εθνική επέκταση και οικονομική εξάπλωση. Η κίνηση για την Παραδουνάβια Ηγεμονία (1849-1860) με την υποστήριξη Ρουμάνων, Μαγυάρων και Νοτιοσλάβων πολιτικών δεν πέτυχε, εξαιτίας καχυποψιών και ανειλικρινών προθέσεων απ’ όλες τις πλευρές αλλά και της αδιαφορίας του αγροτικού πληθυσμού. Μετά την ένωση της Μολδαβίας και της Βλαχίας το 1861, απ’ όπου προέκυψε η Ρουμανία, και μετά τη δημιουργία της Αυστροουγγαρίας το 1867 η κίνηση ατόνισε και εκφυλίστηκε. Παρόμοια ήταν και η κατάληξη της ελληνοσερβικής προσέγγισης, που επιτεύχθηκε με τη συνθήκη του Φεζλάου το 1867 και είχε πράγματι δημιουργήσει ελπίδες, καθιερώνοντας το δόγμα «η χριστιανική Ανατολή ανήκει στον εαυτό της». Παράλληλα, η Βουλγαρία, ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις και προστριβές με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, απέκτησε το 1870 ανεξάρτητη Εκκλησία, την Εξαρχία, η οποία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο βουλγαρικό εθνικισμό κατά τα επόμενα χρόνια. Και ενώ οι βαλκανικές κυβερνήσεις με τους επιμέρους εθνικισμούς τους αποδείκνυαν ολοφάνερα την αδυναμία τους να συμβάλουν ουσιαστικά στην επιβίωση των κρατών τους αλλά και να αποφύγουν τον έλεγχο, τις επεμβάσεις και την «προστασία» των Μεγάλων Δυνάμεων, ξεδιπλώθηκαν πρωτοβουλίες και προσπάθειες, που κατέτειναν με πίστη και αγωνιστικότητα προς την ιδέα της βαλκανικής ομοσπονδίας. Κύριο επιχείρημα αυτών των ενεργειών ήταν ότι τα βαλκανικά κράτη δεν μπορούσαν να προοδεύσουν πολιτικά και να αναπτυχθούν οικονομικά, αν δεν προχωρήσουν στη μεταξύ τους συνεργασία μέσα από τη συγκρότηση ομοσπονδίας, για να αποτινάξουν έτσι και την «προστασία» των Μεγάλων Δυνάμεων. Άλλωστε, καθαρά εθνικά σύνορα δεν μπορούσαν αντικειμενικά να χαραχθούν στη Βαλκανική, όπου εξάλλου οι κοινές ιστορικές εμπειρίες του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος δημιουργούσαν τις καλύτερες προϋποθέσεις για μια σίγουρη προσέγγιση και συνεργασία. Η δεκαετία του 1860 είναι αρκετά ταραγμένη, καθώς για άλλη μια φορά το Ανατολικό ζήτημα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, λόγω του πρωσο-αυστριακού πολέμου (1866) και της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869). Αυτή την περίοδο στο Βελιγράδι η σοσιαλιστικών τάσεων εφημερίδα Radnik (=Εργάτης) προβάλλει την ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας. Σέρβοι ριζοσπάστες και σοσιαλιστές με πρωτοπόρο τον Σβέτοσβαρ Μάρκοβιτς παίρνουν πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Παρόμοια κινητικότητα εμφανίζεται και στη Βουλγαρία με τους εκεί επαναστάτες Λιούμπεν Καραβέλοφ, Χρίστο Μπότεφ και Βασίλι Λέφσκι, ενώ ο Σάββα Ρακόφσκι ταξιδεύει εκείνα τα χρόνια μυστικά στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Ρουμανία γι’ αυτό το σκοπό. Αλλά και στην Ελλάδα, παρά την κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία ουσιαστικά δρα ανασταλτικά στη διάδοση ριζοσπαστικών και κοινωνικών ιδεών, παρουσιάζονται πρωτοβουλίες για τη βαλκανική ομοσπονδία με πρωτοπόρο τον Κεφαλονίτη Παναγιώτη Πανά. Ο Π. Πανάς (1832-1896) από τη νεαρή του ηλικία εντάχθηκε στο ριζοσπαστικό κίνημα και με τη φλογερή δημοσιογραφία του σύντομα έγινε ανεπιθύμητος για τη Βρετανική Προστασία. Μετά την Ένωση συνέχισε και διεύρυνε τη δραστηριότητά του έξω από την Κεφαλονιά. Έγινε ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα πριν και στα μετά την Ένωση χρόνια, ανάμεσα στην Κεφαλονιά και την Αθήνα. Αποκατέστησε επαφή με τους δημοκρατικούς κύκλους της ελληνικής πρωτεύουσας και του ελληνισμού της διασποράς, αφομοιώνοντας ταυτόχρονα τις νεότερες πολιτικές και κοινωνικές ιδέες που διαχέονταν στον ευρωπαϊκό χώρο. Από το 1867 και για 8 περίπου χρόνια εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στον εμπορικό τομέα. Παράλληλα, αρθρογραφούσε κυρίως στην ελληνόφωνη εφημερίδα Ίρις των ομοϊδεατών του στο Βουκουρέστι Ηπειρωτών δημοσιογράφων Ζαχαρία Σαρδέλλη και Θωμά Πασχίδη, προωθώντας την ιδέα της βαλκανικής συνεργασίας, ενώ στα ενδιάμεσα διαστήματα πραγματοποιούσε ταξίδια τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες βαλκανικές χώρες για τον ίδιο σκοπό. Έτσι, δημιουργούσε συνεργάτες και συνοδοιπόρους. Εκείνη, μάλιστα, την περίοδο βρίσκονταν εγκατεστημένοι στη Ρουμανία οι Βούλγαροι επαναστάτες Λιούμπεν Καραβέλοφ (στο Βουκουρέστι) και Χρίστο Μπότεφ (στη Βραϊλα), με τους οποίους ήρθε σε επαφή. Δεν έχει ακόμη καταλήξει η ιστορική έρευνα πότε ακριβώς ιδρύθηκε η οργάνωση της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας». Σύμφωνα με το στέλεχός της Κεφαλονίτη Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο το σχέδιο της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» καταρτίστηκε αρχικά στο Βελιγράδι το 1865, ενώ οι Επτανήσιοι ιστοριοδίφες Σπ. Δε Βιάζης και Η. Τσιτσέλης αναφέρουν ότι ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι με πρωτοβουλία του Π. Πανά και του Μακεδόνα Θ. Θωμάδη στο τέλος της δεκαετίας του 1860. Επρόκειτο, πάντως, για μια μυστική οργάνωση – εξαιτίας αυτής ακριβώς της μυστικότητας υπάρχει έλλειψη σχετικών αναφορών στις διαθέσιμες πηγές - η οποία δημιούργησε παράλληλα μυστικά κέντρα και σε άλλες βαλκανικές πόλεις. Τέτοια κέντρα έχουν εντοπιστεί ότι λειτουργούσαν στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στη Σερβία, στην Ελλάδα, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη, στοιχεία που τεκμηριώνουν το εύρος, το μέγεθος και την επιρροή της οργάνωσης. Σκοπός της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» ήταν η συγκρότηση βαλκανικής ομοσπονδίας, με πολίτευμα δημοκρατικό, τελείως αντίθετο προς τα υφιστάμενα μοναρχικά καθεστώτα των βαλκανικών χωρών, και με την ισότιμη συμμετοχή Ελλήνων, Σέρβων, Μαυροβούνιων, Αλβανών, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Αρμένιων και Τούρκων. Οι εθνότητες θα είχαν κατοχυρωμένη την ανεξαρτησία τους και τα ομόσπονδα κράτη θα συνδέονταν μεταξύ τους στη βάση των κοινών επιδιώξεων και συμφερόντων τους. Σε μια προκήρυξή της η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» τόνιζε χαρακτηριστικά: «Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, φυλαί ελληνικαί, σλαβικαί, λατινικαί, ταταρικαί, όσοι κατοικείτε τας ευρείας χώρας τας περιλαμβανομένας μεταξύ των τριών θαλασσών, του Ευξείνου, της Μεσογείου και της Αδριατικής, ενωθείτε! Εν τη ενώσει έγκειται η ισχύς και το συμφέρον σας. Κλείσατε τα βιβλία του παρελθόντος». Τις απόψεις της οργάνωσης ανέλαβε να διαδώσει αρχικά η φιλελεύθερη σερβική εφημερίδα Vidov Dan, ενώ από το 1869 επίσημο έντυπό της έγινε η γαλλόφωνη εφημερίδα La Confederation Orientale, με έδρα τη Γενεύη και διευθυντή τον Έλληνα Ανδρέα Κουμανούδη. Η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» ανέπτυξε δραστηριότητα με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στις βαλκανικές πρωτεύουσες και με τη διακίνηση προκηρύξεων ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ανατολικής κρίσης του 1875-78. Κατήγγειλε τις εχθρικές διαθέσεις των βαλκανικών κυβερνήσεων απέναντι στην ιδέα της ομοσπονδιακής συγκρότησης των Βαλκανίων και ζητούσε την άμεση κατάργηση των οπισθοδρομικών μοναρχιών. Η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» έχει επηρεαστεί από τις φεντεραλιστικές απόψεις του Ιταλού πολιτικού και διανοούμενου Mazzini. Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε στο παρελθόν διακηρύξει τη θέση του για μια Ανατολική Ομοσπονδία με ακρότατα όρια την Κιλικία της Μ. Ασίας και την Κύπρο. Έχει όμως προχωρήσει πέρα από τον Mazzini, καθώς η πολιτική της σκέψη προσεγγίζει τις σοσιαλιστικές απόψεις του Saint-Simon, του Proudhon, του Bakunin αλλά και του Marx. Άλλωστε, και ο αναρχικός Bakunin είχε ασχοληθεί με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και είχε εκφραστεί υπέρ της ίδρυσης ομοσπονδίας αποτελούμενης από τους Έλληνες, Ρουμάνους, Σλάβους και Ούγγρους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η επιρροή της από τον Marx φαίνεται με την έκδοση προκήρυξής της υπέρ της Παρισινής Κομμούνας (1871). Αναμφίβολα, ο Π. Πανάς υπήρξε από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας». Με καταβολές βαθιές στον κεφαλονίτικο ριζοσπαστισμό, ο Πανάς γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού δημοκρατικού-ριζοσπαστικού κινήματος και στο βασικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού φεντεραλισμού. Μετά τη συγκρότηση της «Ομοσπονδίας» ο Πανάς επέστρεψε στην Ελλάδα, για να δημιουργήσει το 1868 το ελληνικό της κέντρο, το οποίο μετά από εφτά χρόνια, το 1875, θα αποτελέσει το βασικό πυρήνα του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας», του επίσημου πια φορέα της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας». Δεν ήταν, προφανώς, τυχαία η επωνυμία του συλλόγου. Το όνομα του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη, συνδεδεμένο με το όραμα μιας δημοκρατικής ομοσπονδιακής συγκρότησης των βαλκανικών λαών, ήταν το καταλληλότερο, για να σηματοδοτηθούν οι σκοποί του νέου συλλόγου. Στις προγραμματικές του αρχές περιλαμβάνονταν: η συνεργασία και αδελφοποίηση των λαών της Ανατολής σε μια δημοκρατική ομοσπονδία, η προβολή δημοκρατικών ιδεών, η προσπάθεια για απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών εδαφών και η διοικητική αποκέντρωση. Στο καταστατικό του Συλλόγου, που κυκλοφόρησε το 1878 σε ειδικό φυλλάδιο, αναφερόταν ως βασικό προγραμματικό στοιχείο η συνένωση των λαών της Ανατολής «επί τη βάσει της ισοπολιτείας» σε μια δημοκρατική ομοσπονδία. Κύριο γνώρισμα της οργάνωσης αυτής της ομοσπονδίας καθοριζόταν η αποκέντρωση, σύμφωνα με τις προσεγγίσεις των Ευρωπαίων θεωρητικών του φεντεραλισμού και ιδιαίτερα του Proudhon: «Ο Σύλλογος δύο τινά επιδιώκει, εν μεν τη Ανατολή την αδελφοποίησιν και συνένωσιν των εν αυτή λαών, επί τη βάσει της ισοπολιτείας, εν δε τω εσωτερικώ την καταλληλοτέραν της διοικήσεως διαρρύθμισιν επί των βάσεων της από του κέντρου χειραφετήσεως των δήμων». Από το πρώτο, μάλιστα, άρθρο του καταστατικού επισημαινόταν ότι ήταν απαραίτητη «η διάδοσις των δημοκρατικών αρχών», προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αλλαγής του υπάρχοντος καθεστώτος στα Βαλκάνια. Δε θα αργήσει ο Σύλλογος να εκδώσει δικό του έντυπο με τον τίτλο Ρήγας και το χαρακτηριστικό υπότιτλο «Εφημερίς των αρχών της Ανατολικής Ομοσπονδίας». Διευθυντής ορίστηκε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Εκτός από την εφημερίδα ο Σύλλογος θα κάνει γνωστές τις θέσεις του με έκδοση φυλλαδίων, με διαλέξεις, με ανοικτές συνεδριάσεις και δημόσιες συγκεντρώσεις. Βέβαια, οι κυρίαρχοι πολιτικοί κύκλοι αντέδρασαν εντονότατα στις δραστηριότητες του «Ρήγα». Χαρακτήρισαν τα μέλη του «όργανα καταχθονίων στόχων» και έκαναν λόγο για «προδοτικό» Σύλλογο. Συχνό φαινόμενο ήταν η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του από την αστυνομία και οι παρενοχλήσεις από τις κυβερνητικές αρχές. Απειλήθηκε, μάλιστα, και η απαγόρευση της λειτουργίας του. Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο που ο «Ρήγας» αποκλείσθηκε από το Πανελλήνιο Συνέδριο των Συλλόγων το 1879 εξαιτίας των πολιτικών θέσεών του. Στην ίδρυση, ανάπτυξη και λειτουργία του «Ρήγα» η συμβολή του Πανά υπήρξε καθοριστική. Ο ίδιος, ωστόσο, χωρίς να έχει αναλάβει κάποιο συγκεκριμένο αξίωμα στη συλλογική λειτουργία, βοηθούσε ουσιαστικά στην προώθηση των σκοπών του με τα δημοσιεύματά του στις εφημερίδες του Εξέγερσις και Εργάτης, που τότε εξέδιδε. Έγραφε συγκεκριμένα στο 10ο φύλλο (1875) του Εργάτη: «Συμμεριζόμεθα πληρέστατα την ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, καθ’ όσον και ημείς φρονούμεν ότι το πολυθρύλητον ανατολικόν ζήτημα πρέπει να λυθή ουχί υπό ταύτης ή εκείνης της [ευρωπαϊκής] Δυνάμεως, αλλ’ υπ’ αυτών τούτων των ενδιαφερομένων βαλκανικών λαών, εν ονόματι ομονοίας και αδελφότητος των εργαζομένων». Ο Πανάς ήταν από τα μέλη του «Ρήγα», που αμφισβητούσαν εντονότατα τα εθνικιστικά ιδεολογήματα της εποχής, καθώς γνώριζε ότι δηλητηρίαζαν τις σχέσεις των λαών και λειτουργούσαν σε βάρος της βαλκανικής συνεννόησης. Αποστασιοποιημένος ο ίδιος από την κυρίαρχη «Μεγάλη Ιδέα», την οποία χαρακτήριζε «πολιτική πλάνη», γνώριζε ότι ήταν άνισος ο αγώνας εναντίον της, όταν έγραφε ότι «δυστυχώς το μακκιαβελικόν τούτο μηχανορράφημα επέτυχε κατά μέρος». (Κόσμος, Αθήνα, 23-9-1870). Παράλληλα, εναντιωνόταν στην πανσλαβιστική πολιτική, που ασκούσε στα Βαλκάνια η Ρωσία με την ανοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βέβαια, η μάχη έπρεπε να δοθεί, παρ’ όλο που τα μέλη του «Ρήγα» είχαν συνείδηση της περιορισμένης απήχησης της ομοσπονδιακής ιδέας τους. Ο Πανάς, επισημαίνοντας αυτή την κατάσταση, έγραφε: «Αλλά τα διδάγματα της πείρας παραγνωρίζοντες οι διάφοροι της Ανατολής λαοί, αντί επ’ αμοιβαίας συνεννοήσεως και ομοθύμου τινός ενεργείας να στηριχθώσι, όπως την αποτίναξιν του καταπιέζοντος αυτούς ζυγού και την εαυτών αναγέννησιν επιδιώξωσιν, άλλην άλλος ετράπη οδόν [...] Ο ελληνικός λαός […] δεν εννόησεν ότι διά να εξέλθη του τοιούτου ανίσου δι’ αυτόν αγώνος νικητής, έπρεπε να συνασπισθή μετά των άλλων της Ανατολής στοιχείων, άτινα, κοινήν μετ’ αυτού έχοντα την πατρίδα, κοινόν έχουσι συμφέρον.[..] Όθεν, αντί να ανυψώση την σημαίαν της ελευθερίας, της επιστήμης και της προόδου, ήτοι την σημαίαν του αρχαίου ελληνισμού, και υπ’ αυτήν να προσκαλέση πάντας τους λαούς της Ανατολής, όπως συνασπισθώσι, παρέστη εν τω μέσω σημαιοφόρος βυζαντινών αξιώσεων και υπέρμαχος μεσαιωνικών θεσμοθεσιών». (Εξέγερσις, φ. 1, 28-9-1874). Στο μεταξύ, η εξέγερση στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, το καλοκαίρι του 1875, ξεπέρασε γρήγορα τα τοπικά της όρια και εξελίχθηκε σε παμβαλκανική κρίση, στην οποία ενεπλάκησαν όλα σχεδόν τα βαλκανικά κράτη αλλά και οι Μεγάλες Δυνάμεις, ιδιαίτερα στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78) που ακολούθησε. Έγκαιρα η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» πήρε πρωτοβουλίες για να δημιουργηθεί ένας παμβαλκανικός ξεσηκωμός εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μακριά και αντίθετα προς τις παρεμβάσεις των ξένων Δυνάμεων. Να τι έγραφε εκείνη την περίοδο σε προκήρυξή της προς τους βαλκανικούς λαούς, την οποία δημοσίευσε στην εφημερίδα του Εργάτης (24-9-1875) ο Πανάς: «Αδελφοί, η σημαία της επαναστάσεως ανεπετάσθη εν τουρκία, μέγα δε μέρος των αδελφών ημών αγωνίζεται ήδη εν Ερζεγοβίνη και Βοσνία υπέρ της ελευθερίας και του δικαίου. […] Αλλ’ αν η επανάστασις καταβληθή, αν επέλθη ο όλεθρος των επαναστάντων λαών, της συμφοράς ταύτης η ευθύνη εφ’ υμάς βαρύνει. […] Διατί οι πλήρεις ζωής και μέλλοντος δούλοι λαοί, ισχυροί καθ’ εαυτούς, ισχυρότατοι και ακατάβλητοι εν κοινή συμπράξει, δεν καταρρίπτουσι το καθεστώς το αποκτηνούν, όπως επί των ερειπίων αυτού ανεγείρωσι το φωτεινόν της ελευθερίας και προόδου οικοδόμημα; Διότι ουδέποτε από κοινού ειργάσθησαν. […] Ας ενωθώσι και εσώθησαν. Εις την μεγάλην ένωσιν αυτών τις θα δυνηθή ν’ αντιταχθή; […] Λαοί της Ανατολής! Κινηθήτε σεις και εν τη αυτενεργεία θα εύρητε την σωτηρίαν σας. Μην επαφίεσθε εις την μέριμναν ισχυρών δήθεν προστατών. Μη φοβείσθε την αντίπραξιν κραταιών δυναστών. Η εποχή των βασιλέων, η βασιλεία των αδικιών και των καταπιέσεων παρέρχεται πλέον, και υποφώσκει η ημέρα της βασιλείας των λαών, της βασιλείας του δικαίου και της ελευθερίας. […] Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρωμούνοι, Βούλγαροι, φυλαί ελληνικαί, σλαβικαί, ταταρικαί, όσοι κατοικείτε τας ευρείας χώρας, τας περιλαμβανομένας μεταξύ των τριών θαλασσών, του Ευξείνου, της Μεσογείου και της Αδριατικής, και εκτεινομένας από των Άλπεων και των Καρπαθίων μέχρι της Κρήτης και της Κύπρου, ενωθήτε! Εν τη ενώσει έγκειται η ισχύς και το συμφέρον σας. […] Αποτινάξατε τον επιβαρύνοντα τον τράχηλόν σας ζυγόν και υπό την σημαίαν της ελευθερίας ανιδρύσετε δημοκρατικήν ομοσπονδίαν, ήτις και μόνη δύναται να εξασφαλίση το μέλλον της Ανατολής. […] Λαοί της Ανατολής! Το μέλλον της πατρίδος κείται εις τας χείρας σας. Σεις οφείλετε να λύσητε το ανατολικόν ζήτημα, συμφώνως προς τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά σας, και να ματαιώσητε τας σκευωρίας των εχθρών σας. Εργασθήτε ηνωμένοι και θα επιτύχετε!». Αλλά και ο «Ρήγας» κινήθηκε προς την κατεύθυνση της κοινής επανάστασης των βαλκανικών λαών. Με προκηρύξεις του ενημέρωνε τους Έλληνες για τα σχέδια διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις μεγάλες Δυνάμεις και τους καλούσε να απαιτήσουν από την ελληνική κυβέρνηση κοινή δράση με τους γείτονες: «Η μικρά Ελλάς επιτελέσει το καθήκον αυτής είτε εκόντων είτε ακόντων των αρχόντων της» (Ρήγας, φ. 26, 14-6-1877). Ο ίδιος, εξάλλου, ο Πανάς, χαρακτήριζε καταστροφική και αντεθνική τη στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είχε σπεύσει να αποδοκιμάσει τη εξέγερση στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, δηλώνοντας υποταγή στο σουλτάνο. Το δυναμισμό, πάντως, του «Ρήγα» εκείνης της περιόδου δηλώνουν δύο πρωτοβουλίες του. Το 1876 σε μια κίνηση αλληλεγγύης, πρωτόγνωρη για τα τότε ελληνικά δεδομένα, οργάνωσε έρανο για τους επαναστάτες της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης. Και το Μάιο του 1877 πραγματοποίησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο συγκέντρωση 10.000 ατόμων, με κύριο αίτημα τον άμεσο στρατιωτικό εξοπλισμό και το σχηματισμό κυβέρνησης που θα έβγαζε τη χώρα στον πόλεμο κατά των Οθωμανών πλάι στους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. Αυτές, όμως, οι κινήσεις ήταν οι τελευταίες αναλαμπές του «Ρήγα». Ήδη, το 1879 είχαν γίνει φανερά τα σημάδια της φθοράς του. Από τους κύριους λόγους παρακμής του ήταν μάλλον η αδυναμία μετεξέλιξής του σε πολιτικό κόμμα, παρά τις σχετικές συζητήσεις που έγιναν και τη σύγχρονη παρουσία στη Βουλή δύο σπουδαίων στελεχών του, του Γεώργιου Φιλάρετου και του Κεφαλονίτη Ρόκκου Χοϊδά και οι έντονες ιδεολογικές διαφορές που είχαν προκύψει στο εσωτερικό του. Το 1880 ο «Ρήγας» έχει διαλυθεί. Την ίδια περίπου εποχή έχουν σταματήσει και οι δραστηριότητες της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας». Και η λήξη της λειτουργίας των δύο αυτών συλλογικών οργάνων σηματοδότησε ουσιαστικά την κάμψη της πολιτικής δραστηριότητας του Πανά. Δεν ξαναπήρε άλλες πρωτοβουλίες, δε συμμετείχε σε νέες κινήσεις, όπως εκείνες των πρωτοσοσιαλιστών, του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη και του Κρητικού Σταύρου Καλλέργη, αν και παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις. «Είναι φανερό, όπως διαπιστώνει η βιογράφος του Ερασμία-Λουϊζα Σταυροπούλου (Παναγιώτης Πανάς (1832-1896). Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, σ. 105), ότι «η απογοήτευση από την έλλειψη ανταπόκρισης στις προσπάθειές του τον είχε οδηγήσει σταδιακά στην απομόνωση και την παραίτηση. Ο ίδιος δεν έδειξε ούτε στιγμή να αμφιβάλλει για την ορθότητα των απόψεών του. Αντίθετα, […], απέδιδε πάντοτε την αποτυχία των αγώνων, τόσο των συναγωνιστών του όσο και των δικών του, στην αυξανόμενη διαφθορά της σύγχρονής του κοινωνίας, όπου καμιά ευγενική προσπάθεια δεν ήταν δυνατόν να καρποφορήσει». Και αυτή η διάσταση του Πανά με τη σύγχρονή του κοινωνία τον οδήγησε το 1896 στην αυτοκτονία. Ωστόσο, την ίδια εποχή που έσβηναν τα ίχνη της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» και σταματούσε τη λειτουργία του ο «Ρήγας», μια νέα φεντεραλιστική κίνηση γεννιόταν στην Αθήνα το 1884 με την επωνυμία «Ανατολική Ομοσπονδία» και με πρωτοβουλία του βουλευτή Λεωνίδα Βούλγαρη. Βασικός σκοπός της καθοριζόταν η συγκρότηση αντίστοιχων επιτροπών στα βαλκανικά κράτη με άμεσο στόχο την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των λαών και απώτερο στόχο τη σύσταση βαλκανικής ομοσπονδίας. Όμως - και αυτή ήταν η κύρια διαφορά της με τη «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» - τα περισσότερα μέλη της ήταν πολιτικά πρόσωπα, ενταγμένα δηλαδή στο πολιτικό κατεστημένο, αλλά και οι επαφές που είχαν με τις άλλες βαλκανικές χώρες περιορίζονταν σε κρατικούς αξιωματούχους. Ήταν, λοιπόν, επόμενο, πριν ακόμη συμπληρώσει δεκαετή δράση, να διαλυθεί η «Ανατολική Ομοσπονδία», καθώς έγινε φανερό ότι κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν είχε την πρόθεση να υποστηρίξει ενέργειες αντίθετες προς τις διεκδικήσεις της χώρας του. Η τελευταία φεντεραλιστική κίνηση του 19ου θα προέλθει απ’ έξω, από Βαλκάνιους πολιτικούς φυγάδες που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με πρωτεργάτη τον Μακεδόνα Παύλο Αργυριάδη, που από το 1870 βρισκόταν στη Γαλλία και συμμετείχε την επόμενη χρονιά στην Κομμούνα του Παρισιού. Ο ίδιος προωθούσε, μέσα από την εφημερίδα που εξέδιδε στη γαλλική πρωτεύουσα, την ιδέα της σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας, και για την υλοποίησή της πρότεινε την ίδρυση μιας πολυεθνικής οργάνωσης, η οποία ταυτόχρονα θα εμπόδιζε κάθε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, το 1894 διοργανώθηκε το πρώτο συνέδριο του «Συνδέσμου για τη Βαλκανική Ομοσπονδία», με τη συμμετοχή Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων και Αρμένιων αντιπροσώπων. Η κίνηση, όμως, αυτή δεν είχε συνέχεια μετά το θάνατο, το 1901, του Αργυριάδη. Αλλά ήδη έχουμε μπει στον 20ό αιώνα και τη σκυτάλη θα πάρουν στη χώρα μας οι πρωτοσοσιαλιστές και μετά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα οι κομμουνιστές συνεπικουρούμενοι και από άλλους ριζοσπάστες. Σημειώνω επιγραμματικά το συνέδριο των σοσιαλιστών στο Βελιγράδι το 1909, όπου αποφασίστηκε να δημιουργηθεί Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, το συνέδριο των κομμουνιστών στη Σόφια το 1920, όπου τέθηκε ο στόχος για ίδρυση Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, τις Βαλκανικές Διασκέψεις που γίνονταν από το 1930 μέχρι το 1934 με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και επιζητούσαν τη βαλκανική προσέγγιση και τον αποκλεισμό του πολέμου ως μέσου επίλυσης των διαφορών μεταξύ των βαλκανικών χωρών, και την «Κίνηση για τη Βαλκανική Συνεννόηση» που δημιουργήθηκε το 1959 με πρόεδρο το βουλευτή Σταμάτη Μερκούρη και ήρθε σε επαφή στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη με αντίστοιχες κινήσεις, οι οποίες μες στη δεκαετία του 1960 διακήρυτταν τις θέσεις για σεβασμό της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των βαλκανικών χωρών, για μη ανάμιξη στα εσωτερικά τους και για απύραυλα Βαλκάνια. Αν πρέπει, τελειώνοντας, να διατυπώσουμε κάποιες αξιολογικές κρίσεις για τις προσπάθειες βαλκανικής συνεννόησης και ομοσπονδιακής συγκρότησης, μπορούμε να αναφέρουμε τα παρακάτω: 1. -- Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν με το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου-Βελεστινλή στα τέλη του 18ου αιώνα διαψεύσθηκαν μετά τις επαναστάσεις των Σέρβων και των Ελλήνων στις αρχές του 19ου αιώνα και τη συγκρότηση των πρώτων βαλκανικών κρατών, καθώς επικράτησαν στις νέες άρχουσες τάξεις αλυτρωτικές και εθνικιστικές αντιλήψεις. 2. -- Οι επεμβάσεις και των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στις διαδικασίες επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος με τις ταυτόχρονες παρεμβάσεις τους στα εσωτερικά των βαλκανικών κρατών επιπλέον δυσχέραιναν την επικράτηση φεντεραλιστικών αντιλήψεων. 3. -- Οι όποιες φεντεραλιστικές πρωτοβουλίες υπήρξαν, δημιουργούσαν πρόσκαιρες ελπίδες, διατηρούσαν όμως ζωντανό το όραμα της βαλκανικής συνεννόησης και ομοσπονδιακής συγκρότησης μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. 4. -- Αυτές, επίσης, οι πρωτοβουλίες και κινήσεις υπήρξαν ταυτόχρονα οι μοναδικές φωνές καταγγελίας και αμφισβήτησης των κρατικών εθνικιστικών πολιτικών και οι κύριες εναλλακτικές προτάσεις συμβίωσης των βαλκανικών λαών. 5. -- Παρά την αποτυχία τους, όλες αυτές οι κινήσεις δημιούργησαν μια πλούσια παράδοση, που αντιπαρατάχθηκε στην κυρίαρχη αντίληψη, που θέλει τα Βαλκάνια να είναι εθνικιστικά και χώρο αντιπαράθεσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων. 6. -- Αν και απέτυχαν, οι κινήσεις του 19ου αιώνα, αποτέλεσαν χρήσιμη παρακαταθήκη για τους μελλοντικούς, του 20ού – και γιατί όχι και του 21ου – αιώνα, υποστηρικτές της συνεννόησης και προσέγγισης των βαλκανικών λαών. 7. -- Ειδικότερα, η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» και ο ελληνικός σύλλογος «Ρήγας» συνιστούν τις πιο προωθημένες μορφές αγωνιστικής διεκδίκησης του αιτήματος της βαλκανικής ομοσπονδίας, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να αποκτήσουν πλατιά λαϊκή στήριξη, λόγω και της επιβολής τότε της «Μεγάλης Ιδέας» και των διεθνών συνθηκών της εποχής. 8. -- Αλλά και έτσι να έχουν τα πράγματα, το όραμα αυτό διατηρεί τη σημασία του για τη νεοελληνική και τη βαλκανική πολιτική ιστορία ως ιδέα και πρακτική πρωτοποριακή και, γιατί όχι, γοητευτική. 9. -- Και ο Παναγιώτης Πανάς, ακριβό βλαστάρι του κεφαλονίτικου ριζοσπαστισμού, παραμένει η εμβληματική μορφή εκείνης της αγωνιστικής πορείας. Όντας, τότε, ένας πολίτης των Βαλκανίων εργάστηκε με ενθουσιασμό, τόλμη και πίστη για το σκοπό της βαλκανικής συνεννόησης και ομοσπονδίας. Και τον υπηρέτησε με συνέπεια. Όταν, όμως, αντιλήφθηκε το ανέφικτο της υπόθεσης μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της σύγχρονης εποχής του, αφού έλειπε η λαϊκή συμμετοχή, αθόρυβα αποσύρθηκε από την ενεργητική δράση, χωρίς όμως ποτέ να αλλοιώσει τις αρχές του και να αναιρέσει τις ιδέες του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη Γιάννα, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004. Λάσκαρις Μιχαήλ, Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, Θεσσαλονίκη 1948. Λάσκαρις Σ., Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης 1814-1914, εν Αθήναις 1936. Σοφιανόπουλος Γιάννης, Πώς είδα τη Βαλκανική, Αθήνα 1926. Σταυροπούλου Ερασμία-Λουϊζα, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896).Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1987. Χασιώτης Λουκιανός, «Η Ανατολική Ομοσπονδία»: δύο ελληνικές φεντεραλιστικές κινήσεις του 19ου αιώνα, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001. Ηroch Miroslav, Tοντόροβα Μαρία, Εθνικό κίνημα και Βαλκάνια, μτφρ. Π. Ματάλας, Ν. Ποταμιάνος, Π. Χατζαρούλα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1996. Μazower Mark, Τα Βαλκάνια, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000. Μiller W. H Tουρκία καταρρέουσα. Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από του έτους 1801 μέχρι του έτους 1913, Αθήνα 1914. Stavrianos L. S., The Balkan since 1453, Nέα Υόρκη 1958. Sugar Peter, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από Οθωμανική κυριαρχία (1354-1804), μτφρ. Π. Μπαλουξή, 2 τόμοι, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994. Εφημερίδες: Κόσμος, 1870-1871 Εξέγερσις, 1874-1875 Εργάτης, 1875-1876 Ο Ρήγας, 1876-1877. |