Το Ισραήλ, η Τουρκία και η κρίση
Η ανάδειξη του Ισραήλ σε πολλά υποσχόμενο νέο πολιτικό και στρατηγικό εταίρο της Ελλάδος υπήρξε μία από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές στον χώρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τα τελευταία χρόνια. Σειρά επισήμων και ανεπισήμων επαφών σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο ήλθαν να συνταράξουν ένα τέλμα δεκαετιών. Οι σχέσεις Ελλάδος και Ισραήλ είχαν παραμεληθεί, συνεπεία των παραδοσιακών σχέσεων της Ελλάδος με τις αραβικές χώρες και της στηρίξεως που παρείχαν οι τελευταίες στις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό. Συνέβαλε προς τούτο και η κυριαρχία μιας αντιαμερικανικής ρητορείας στην οποία το Ισραήλ παρουσιαζόταν ως «ο χωροφύλακας των αμερικανικών συμφερόντων» στην περιοχή. Ετσι η Ελλάς αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ de jure μόλις το 1990.
Η στρατηγική αναβάθμιση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 σε συνθήκες ελληνοτουρκικού διπλωματικού ανταγωνισμού δεν άφησε σοβαρά περιθώρια βελτίωσης των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων. Η ραγδαία ωστόσο επιδείνωση που επήλθε στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις μετά την ισραηλινή επιχείρηση του Δεκεμβρίου 2008 στη Γάζα, φαίνεται ότι συνέβαλε στη στροφή του ενδιαφέροντος της ισραηλινής διπλωματίας. Ουδείς αμφισβητεί ότι η εμβάθυνση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος· σκόπιμο είναι, ωστόσο, να τοποθετηθεί το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Πρώτον, είναι πολύ σημαντικό να λάβει τέλος ο ετεροπροσδιορισμός των σχέσεων Ελλάδος και Ισραήλ. Είναι σαφής η πρόθεση της ισραηλινής κυβερνήσεως Νετανιάχου να χρησιμοποιήσει τη βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα και την Κύπρο ως αντίβαρο στην επιδείνωση των σχέσεων του Ισραήλ με την Τουρκία. Αν και βελτίωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων δεν προβλέπεται στο προσεχές μέλλον, οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή σε Ισραήλ και Τουρκία πολύ πιθανόν να επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Αντί να λειτουργεί ως αντίβαρο της Τουρκίας, η ελληνική πλευρά οφείλει να αναπτύξει σειρά πρωτοβουλιών, οι οποίες να επαναφέρουν την ελληνική διπλωματία στον χώρο της Μέσης Ανατολής.
Δεύτερον, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τα πιθανά πολιτικά και οικονομικά οφέλη από τη συνεργασία Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, είναι ατελέσφορη η διολίσθηση σε συζητήσεις περί αναβαθμισμένης στρατηγικής συνεργασίας και δημιουργίας αξόνων, που μάλλον σε ευσεβείς πόθους αναφέρονται. Η συνεργασία Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ μπορεί να είναι αμοιβαίως επωφελής και οικονομικώς επικερδής. Το Ισραήλ, ωστόσο, ούτε το Κυπριακό πρόκειται να λύσει προς όφελος των ελληνοκυπριακών συμφερόντων ούτε να διακινδυνεύσει την πλήρη ρήξη των σχέσεών του με την Τουρκία χάριν της Ελλάδος. Η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδος ως στρατηγικού εταίρου του Ισραήλ είναι συνάρτηση της επιτυχούς διαχειρίσεως της οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως. Μία χρεοκοπημένη χώρα δεν αποτελεί ελκυστικό εταίρο κανενός.
Αν μας δίδαξε κάτι η παρούσα κρίση, είναι ότι η μείζων απειλή για την εθνική κυριαρχία δεν προήλθε τελικά από τους «προαιωνίους εχθρούς», Τούρκους, Σλαβομακεδόνες, Αλβανούς, Βουλγάρους, αλλά από Ελληνες πολιτικούς, «αμέμπτων εθνικών φρονημάτων», οι οποίοι άδειασαν τα δημόσια ταμεία και έφεραν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Οσοι λοιπόν κόπτονται περί της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οφείλουν να προτείνουν μέτρα για την αντιμετώπιση του υπ’ αριθμόν ένα κινδύνου για την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Οπως κατά τραγική ειρωνεία είχε κάποτε πει ο κύριος υπεύθυνος της παρούσης κρίσεως Ανδρέας Παπανδρέου, «είτε το έθνος θα δαμάσει το χρέος είτε το χρέος θα εξοντώσει το έθνος». Το Ισραήλ δεν δύναται και δεν πρόκειται να σώσει την Ελλάδα από τον κακό της εαυτό.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ, στην Αγκυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου